|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Πύργος, 16 Οκτωβρίου 1825
Επιστολή του Πυργιώτη οπλαρχηγού Αναγνώστη Παπασταθόπουλου προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με την οποία περιγράφει αναλυτικά τις κινήσεις στην Ηλεία του Ιμπραήμ πασά και του Σουλεϊμάν μπέη (ενός από του διοικητές των συνταγμάτων του αιγυπτιακού στρατού, βλ. Μιχ. Σακελλαρίου, Η απόβαση του Ιμπραήμ, σ. 46). Οι εχθρικές δυνάμεις αιχμαλώτισαν και σκότωσαν πολλούς, ενώ οι κάτοικοι προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο στην κοντινή νησίδα Κόρακας (ή Κορακονήσι). Με βάση πληροφορίες που μετέφεραν κάτοικοι της Αγουλινίτσας, που ήταν κρυμμένοι στα «μπουζέμια» της λίμνης, πέρα από «αἰχμαλωσίαν καί θάνατον ὁποῦ ἔκαμον εἰς τούς ἀνθρώπους» δεν κετέστρεψαν σπίτια ούτε πείραξαν άλλο «πρᾶγμα». Υποστηρίζει ότι είναι αναγκαία η θέση Κλειδί, αλλά είναι δύσκολο να κρατηθεί γιατί το σημείο της Μπούκας (του Αλφειού ποταμού) είναι «εκτεταμένον». Αναφέρει, επίσης, ότι οι κάτοικοι της Γαστούνης είτε είχαν αποσυρθεί στα ορεινά είτε προασπίζονταν τα Λεχενά, όπου έφταναν με εφόδους και οι έγκλειστοι στην Πάτρα Οθωμανοί. Τέλος, ενημερώνει πως θα μεταβεί από τον Πύργο στο Κλειδί και πως ζήτησε και από τον Χρύσανθο Σισίνη να στρατοπεδεύσει εκεί.
|
|
Κείμενο
|
|
Ἐκλαμπρότατε!
Τὴν εἰς τὰς 11 σημειωμένην διαταγήν σας ἐλάβομεν μὲ τὸν ἐπὶ τούτου σταλθέντα· ὅσα ὄμως μᾶς λέγεις μᾶς ἠκολούθησαν, καθότι οἱ ἐχθροὶ εἰς τὰς ἔξ τοῦ παρόντος ἐμβῆκαν εἰς Πύργον, ὅλοι ἱππεῖς· καὶ ἐπειδὴ οἱ ἐγκάτοικοι δὲν εἶχον προφθάσει διὰ νὰ διώξουν τὰς φαμηλίας καὶ ἀδυνάτους ἐσκλάβωσαν ἀρκετοὺς εἰς τὸν δρόμον, ἐνῷ κατέφευγον διὰ Κόρακα ἐφόνευσαν ἀόπλους καὶ σακάτηδες ὑπὲρ τοὺς 40, καὶ τοῦτα ὅλα τὰ ἔπαθαν, διότι <δὲν> ἐπερίμενον τόσον γρήγορα ἀπ’ Ἀρκαδίαν νὰ ἔμβῃ εἰς Πύργον. Ἐγὼ ἔφθασα ἐδὼ εἰς τὰς 4 τούτου τὸ γεῦμα, καὶ οἱ ἐχθροὶ ἐμβῆκαν τὴν τρίτην <Ὀκτωβρίου> πολλὰ πρωΐ, καὶ ἂν ὁ χειμών καὶ τὸ σκότος τῆς νυκτός ἐκείνης δὲν ἐμπόδιζε τὴν ὀρμὴν των, θὰ ἤρχοντο τὴν νύκτα, καὶ θὰ ἔκαμνον πολλὰ περισσότερα ἀπ’ ὅτι ἔκαμον.
Τὴν δευτέραν <Ὀκτωβρίου> εἶχεν ἔλθει καὶ ὁ στρατηγός κύρ Χρύσανθος διὰ νὰ ὑπάγωμεν εἰς Κλειδί, ἀλλὰ δὲν ἐπροφθάσαμεν, τοῦ ὁποίου ἐσκοτώθησαν 7 στρατιῶται εἰς τὸν κάμπον πολεμοῦντες, καὶ ἕως ὅτου σᾶς ἔγραφεν ἀπὸ Δίβρην δὲν τὸ ἤξευρε. Ὁ Ἰμπραῆμ (ὡς ἐπληροφορήθημεν ἀπὸ σκλάβους ὁποῦ ἔφυγον) ἦτον ὁ ἴδιος εἰς Ζαχάρω, καὶ ἐν Ἀγολινίτζαν ὁ Σουλεμάν μπέης μὲ τὸ ἱππικόν του ὅστις ἦλθεν καὶ εἰς Πύργον· ἐκινεῖτο ὡς μᾶς λέγουν διὰ νὰ ἔλθῃ ὁ ἴδιος Ἰμπραῆμ ἑδώ, ἀλλ’ εἰς Ζαχάρω τὸν ἦλθον ἕως 50 ἱππεῖς ἀπὸ κάστρη μὲ γράμματα, καὶ ἀφοῦ τὰ ἐδιάβασεν, ἔστειλε ἔστειλε καὶ τοὺς ἐσήκωσεν ἀπ’ ἐδώ, καὶ οὔτως ἐτράβιξε διὰ τὰ ἴδια κάστρη. Αὐτὰ μᾶς τὰ εἶπεν ἕνας ἀπὸ τοῦ Γαργαλιάνου αἰχμάλωτος, τὸν ὁποῖον εἶχον πρὸ ἡμερῶν πιασμένον, καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἔλαβεν εὐκαιρίαν καὶ ἔφυγεν. Ὁ ἀριθμός τοῦ ἱππικοῦ σώματος ὁποῦ ἦλθεν ἐδώ, ὡς μᾶς εἶπον οἱ Ἀγολινιτζαῖοι οἵτινες ἦσαν κλεισμένοι εἰς τὰ μπουζέμια τῆς λίμνης, ἦτον ἕως τετρακόσιοι. Ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ θάνατον ὁποῦ ἔκαμον εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλο τι ἀπὸ σπήτια καὶ πρᾶγμα δὲν ἐπείραξαν, εἰμὴ μερικῶν ἔχυσαν τὰ κρασιὰ ἀπὸ τὰς κάδδας.
Ἡ θέσις τοῦ Κλειδίου εἶναι ἀναγκαιωτάτη, ἀλλὰ μὲ μέσον τῶν στρατιωτῶν τοῦ Πύργου δὲν ὠχυρόνεται, καθότι τὸ μέρος αὐτὸ τῆς Μπούκας εἶναι ἐκτεταμένον, καὶ θέλει ἐνταυτῷ καὶ ἄλλας ἐνεργείας δραστηριωτέρας, καὶ εἰς τοῦτο ἀποφασίσατε αὐτὸ ὁποῦ εἶναι ἀναγκαῖον· οἱ τῆς ἐπαρχίας Γαστούνης, καὶ αὐτοὶ ἴσως δὲν εἶναι εἰς κατάστασιν διὰ νὰ δώσουν ἱκανὴν βοήθειαν, διότι ἄλλοι ἐξ αὐτῶν διὰ τὸν φόβον τοῦ Ἰμπραήμ, καὶ διὰ νὰ μὴ πάθουν ὅσα ἔπαθον οἱ Πυργιῶται | διεσκορπίσθησαν εἰς τὰ ὑψηλὰ μέρη μὲ τὰς φαμηλίας των, καὶ ὅσοι ἔμειναν φυλάττουν τὴν θέσιν αὐτὴν Λεχενῶν καὶ ἀλλοῦ διὰ τοὺς ἐν Πάτρῃ ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν κ’ εὐγαίνουν συχνά, καθώς εἰς τὰς 12 ἦλθον ἕως Ἅγιος Ἀθανάσιον Λεχενῶν, ἐκεῖ ὅμως τοὺς ἀντέκρουσεν ὁ στρ(ατηγός) Χρύσανθος φονεύων ἀρκετούς, καθώς περὶ τούτου θέλει σᾶς γράφει καὶ ὁ ἴδιος.
Ἡμεῖς λοιπὸν κινούμεθα πρὸ δύο ἡμέρας διὰ τὴν θέσιν αὐτὴν Κλειδίου, ἐγράψαμεν καὶ τοῦ στρατηγοῦ Χρύσανθου, καὶ τὸν περιμένωμεν, ἀνάγκη ὅμως ἔχωμεν ἀπὸ πολεμεφόδια, καὶ ἰδεάσατὲ με ποῦ νὰ στείλωμεν διὰ να προμηθευθῶμεν καὶ εἰ δυνατὸ διὰ μη ἀπερνᾷ ὁ καιρός, νὰ μᾶς σταλθῶσι μὲ ζῶα ἀπ’ αὐτοῦ καὶ πληρόνωμεν τὸ ἀγῶγι των. Ἀπὸ Δίβρην ἐπειδὴ σᾶς ἔγραφεν καὶ ὁ κύρ Γεώργης καὶ ὁ Χρύσανθος δὲν σᾶς ἔγραψα χωριστῶς, εἶδον ὅμως ὅτι μέχρι τῆς ὥρας ὁποῦ μᾶς ἔγραφες δὲν τὸ εἶχες λάβει.
Ἕως αὔριον πάλιν σᾶς γράφω ὅσα πληροφορηθῶ καὶ ἰδεασθῶ καθώς καὶ ἡ ἐκλαμπρότης σας πάλιν θέλετε μὲ ὀδηγήσει εἰς ὅσα γνωρίζετε διὰ νὰ ἀκολουθήσωμεν. Μένω μὲ ὅλον τὸ σέβας προσκυνῶν σας.
Πύργῳ τῇ 16 Ὀκτωβρίου 1825.
ὁ πρόθυμος τῶν ὀρισμῶν σας,
ἀναγνόστης Δ. παπασταθοπουλος
|