|
Κείμενο
|
|
Ἔξοχε στρατηγέ!
Εἰς τὸ γράμμα σου ὁποῦ μὲ τὸν ἐπίτηδες πεζὸν σου μοῦ ἔστειλες σοῦ ἀπεκρίθην ὁ ὁποῖος ἀρώστησε εἰς Ἀγουλινίτζαν, καὶ ἐκεῖ τοῦ ἔστειλα τὰ γράμματα καὶ δύω τάλαρα ὡς μοῦ ἔγραφες· τώρα δὲ σοῦ λέγω ὅτι ἡμεῖς ἐδώ ὁλημερινῶς ἔχομεν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ προχθές εὐγῆκα καὶ ἐπῆγα εἰς Παλαιόπολιν νὰ συστήσωμεν στρατόπεδον, καὶ πάλιν ἀπὸ διάφορα αἴτια ἐγύρισα ὀπίσω. Μᾶς λείπουν ὅλα τὰ ἀναγκαῖα καὶ καμίαν προκοπήν δὲν κάμνομεν, καὶ πῶς ἔχει νὰ γένῃ δὲν ἠξεύρω.
Ἀπὸ Ζάκινθον μοῦ ἔστειλε ὁ κύριος Δημήτριος Σασώνης τὸ ἐσόκλειστον καὶ κάτι πράγμα, διπλωμένον εἰς σὲ φανέλα ὡς τοῦ ἔγραφες, καὶ λάβετο, καὶ ἀποκρίσου μου τήν περιλαβήν του καὶ γράμα πρός τὸν φίλον διὰ ἡσυχίαν του. Γράφε μου συνεχῶς τὰ τῆς ὑγείας σου, καὶ διὰ κάθε πράγμα, καὶ ὑγείανε.
Ἰδού τώρα ὁποῦ ἔρχονται καὶ οἱ ἐχθρικοὶ στόλοι, διὰ ἐδὼ καὶ Μισολόγγιον· λοιπὸν ἡμεῖς χωρίς νὰ ἔχομεν ἐδώ τοὐλάχιστον 1500 μισθωτοὺς καμίαν προκοπήν δὲν κάμνομεν, ὅτι ἀπὸ ἐτουτουνοὺς τοὺς ζευγολάτες καὶ ἀμπελουργοὺς ἐγὼ καμία ἐλπίδα δὲν προσμένω, παρὰ θέλω νὰ συνάξω ἄνδρας πολεμικοὺς καὶ ἐλευθέρους, καὶ οὕτως νὰ ἀντισταθοῦμεν τῶν ἐχθρῶν, καὶ νὰ μᾶς σταλθοῦν καὶ πολλὰ λίγα ἔξοδα, καθὼς λαμβάνετε καὶ ἡ ἀφεντιά σας, εἰδὲ ἀλέως τοῦ κάκου παιδευόμεθα.
Τῇ 4 8βρίου 1825, Γαστούνη.
ὁ ἀδελφός σου
γεώργιος σισίνης
|