|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Ναύπλιο, 2 Οκτωβρίου 1825
Επιστολή του Ανδρέα Λόντου προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με την οποία αναφέρεται σε επιστολή που έλαβε από κοινού με τον Νικήτα Σταματελόπουλο, όπου γίνεται αναφορά στην αναλογία, προφανώς ανά επαρχία, για τη συμπλήρωση των 15000 στρατιωτών (βλ. και σχετικά). Απορεί για την απουσία συνημμένου καταλόγου στρατιωτών ανά περιοχή. Δηλώνει πως, μη υπακούοντας στην εντολή, ανέβαλε και τη δική του αναχώρηση για το στρατόπεδο, καθώς πολλοί δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη, αλλά και επειδή ασθένησε «ὀλίγον». Από την παρούσα δεν γίνεται σαφές ποιο πρόσωπο είναι ο «Κωνσταντίνος» που τον κράτησε ως «συνοδοιπόρο» του ο Ανδρέας Λόντος, αλλά πιθανόν πρόκειται για τον Κ. Πελοπίδα που βρισκόταν στο Ναύπλιο και λίγες ημέρες αργότερα φαίνεται πως θα μετακινείτο προς το γενικό στρατόπεδο (βλ. έγγρ. [598]). Οι λόγοι των αντιρρήσεων και της άρνησης του να στρατολογήσει δεν αναφέρονται στην επιστολή, όπου όμως δηλώνει ότι θα τους εκθέσει προφορικώς στον Αρχηγό, όταν επιστρέψει στο στρατόπεδο. Τέλος, ο επιστολογράφος υπενθυμίζει την ανάγκη να υπολογιστούν στη στρατολογία τουλάχιστον 1500 Μανιάτες, οι οποίοι να τεθούν υπό την οδηγία αποκλειστικά των Μαυρομιχαλαίων.
|
|
Κείμενο
|
|
Ἐκλαμπρότατε κύριε,
Ἀνέγνων ὅσα εἰς τὸ κοινὸν [[σας]] πρὸς ἐμὲ καὶ τὸν στρατηγὸν Νικήταν γράμμα σας μὲ τὸν Γενναῖον σημειοῖτε. Βέβαια καθ’ ἢν στιγμὴν πρὸς τοῖς ἄλλοις ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ταχύτης εἰς τὸ ἐργάζεσθαι, ὅσα εἰς τὸ περὶ ἀναλογίας κεφάλαιον ἐνεργήσατε δὲν εἶναι κακῶς ἐνειργημένα, μολονότι ἡμεῖς τοιοῦτον ἀναλογίας κατάλογον οὐδὲ εἰς τὸ κοινόν μας γρᾶμμα περικλειομένον, οὐδὲ εἰς τὸ Πολεμικὸν Ὑπουργεῖον ἴδαμεν, καὶ ὄχι ὀλίγης ἀπορίας ἄξιον εἶναι τὸ αἴτιον τῆς λησμονησίας ταύτης. Ἐγὼ κατὰ τὴν διαταγήν σας μετὰ τοῦ Νικήτα ἤμην ἕτοιμος νὰ ἐξέλθω ἐντεῦθεν· ἀλλὰ μετὰ τὴν ἄφιξιν τοῦ Γενναίου, θεωρῶν τὸν ἀπομακρυσμόν σας, καὶ τὴν ἄργητα ἥτις θέλει ἀκολουθήσει ἕως νὰ συναχθῶσι καὶ οἱ ἄλλοι πλησίον σας, ἄλλοθεν ἀσθενήσας ὀλίγον κατ’ αὐτάς, ἀνέβαλα διὰ τοὺς λόγους τούτους τὴν ἀναχώρησίν μου. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον μὲ λέγετε νὰ στρατολογήσω εἶναι κατ’ ἐμὲ ἀσυμβίβαστος, διὸ πρὸς τὸ παρὸν τὸν ἀφήνω ἀνενέργητον, καὶ ἢ ἀκολούθως περὶ αὐτοῦ σᾶς ἐκφράζομαι εἰς πλάτος, ἢ ὅταν ἐνταμωθῶμεν προσωπικῶς ὁμιλοῦμεν τὰ δέοντα. Τὴν βραδύτητα τοῦ Κωνσταντίνου μὴ τὴν ἐκλάβητε ὡς ἔλλειψίν του, διότι ἐγὼ τὸν ἐκράτησα διὰ συνοδοιπόρον μου. Στοχάζομαι ἀναγκαῖον κατὰ χρέος ἀδελφικὸν νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω ὅτι εἰς τὴν ὁλικὴν ποσότητα τῶν 15 χιλ(ιάδων) μισθωτῶν Πελοποννησίων ἦτον καὶ προσφυὲς εἰς τάς περιστάσεις καὶ ὠφέλιμον, μεταξὺ τῆς ἄλλης Πελοποννήσου, νὰ ἀναλογισθῶσι καὶ | εἰς τὴν Σπάρτην τὸ ὀλιγώτερον πραγματικῶς 1500, [[τῶν]] οἱ ὁποῖοι νὰ διωρισθῶσι εἰς τὴν ἄμεσον ὁδηγίαν μόνης τῆς Μαυρομηχαλικῆς οἰκογενείας, χωρὶς εἰς τοῦτο νὰ ἐμβοῦν καὶ ἄλλα στοιχεῖα ἑτερογενῆ, ὥς Μούρτζ(ινος), Τζανετ(άκης) κλ. κλ.· σήμερον καὶ χθὲς ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενείας μου δὲν ἐνταμώθην μὲ τὸν ἀδελφὸν Νικήταν, διὰ τοῦτο δὲν σᾶς γράφομεν κοινῶς. Ἐν τοσούτῳ μένω,
Ναύπλιον, τῇ 2ᾳ 8βρίου 1825.
ὁ ἀδελφὸς
ἀνδρέας λόντος
|