|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών, 23 Σεπτεμβρίου 1825
Επιστολή του Δημήτριου Τζώκρη προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με την οποία τον πληροφορεί πως παρακολουθούν από το μοναστήρι Αγίου Νικολάου Βαρσών τις δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά να εισέρχονται στην Τριπολιτσά. Ζητά ενημέρωση από τον Κολοκοτρώνη και αποστέλλει τον γραμματικό του, γιατί φοβάται ότι, αν φύγει ο ίδιος, θα λιποτακτήσουν οι άνδρες του. Ακόμη ζητά επειγόντως χρήματα, καθώς τον πιέζουν οι στρατιώτες του, αλλά και ο καπετάνιος Γιαννάκος Δαγρές ο οποίος δεν ανήκει στο δικό του σώμα. Είναι χαρακτηριστικό του μεγέθους της στρατιωτικής δύναμης του Ιμπραήμ πασά το σχόλιο του Δημ. Τζώκρη για τις ώρες που διήρκεσε η είσοδός τους στην πόλη: «ἁπὸ σήμερον τῷ πρωί, μέχρι τᾶς ἔξ ὥρας τοῦ μεσημερήου» (πβ. σχόλια για το μέγεθος της φάλαγγας του πασά στο Κ. Κοτσώνης, Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, σ. 281, που υπολογίζεται σε 20 χλμ.). Την ίδια ημέρα ο Θεόδ. Κολοκοτρώνης γράφει στον Τζώκρη και δίνει αναλυτικές πληροφορίες για τις κινήσεις των αιγυπτιακών δυνάμεων στη Λακωνία, πριν την παραλαβή του παρόντος (Τ. Γριτσόπουλος - Κ. Κοτσώνης, Ιστορικόν Αργολικόν Αρχείον, σ. 101). Ο αναφερόμενος Α. Λόντος δεν είναι ο Ανδρέας, αλλά ο Αναστάσιος, μέλος της τριμελούς επιτροπής του Άστρους, ο οποίος είχε αποσταλεί νωρίτερα εντός του Σεπτεμβρίου στο στρατόπεδο της Τριπολιτσάς (βλ. σχετικά).
|
|
Κείμενο
|
|
Ἐκλαμπρότατε ἁρχηστράτηγε,
Καὶ δι’ ἅλλης μου δὲν ἔλειψα νὰ τῆ γνωστοποιῆσῳ ὅλλα τὰ διατρέξαντα· εἴδη καὶ διὰ τῆς παροῦσις μου δὲν λοίπο νὰ τῆ οἱδωποιῆσω, ὅτι ἁπὸ σήμερον τῷ πρωί, μέχρι τᾶς ἔξ ὥρας τοῦ μεσημερήου, ἁδιακόπως βλέπομεν μακρόθεν μὲ τὸ κιάλη, [[καί]] ἐμβαίνων εἲς Τριπολητζὰ ὁ Ἡπραὴμ πασᾶς, μὲ ὅλα του τὰ στρατεύματα. Καὶ δι’ ἅλλης μου δὲν ἔλειψα νὰ σοὶ παρακαλέσῳ διὰ νὰ μοὶ γράψης τὸ ποῦ εὐρήσκεσαι διὰ νὰ ἔλθῳ πρὸς ἀντάμοσίν σου, ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ δὲν ἔκρινα εὔλογον, στοχαζώμενος, ἅφ’ οὗ ἐγῷ ἁναχωρίσω ἁπὸ ἐδῷ, θέλει ληποτακτήσι ὅλον τῷ ἐδῴ σώμα μου, διὰ τοῦτῳ ἁπεφασισα, καὶ στέλνο τὸν γραμματηκὸν μου εἲς τὰ αὐτόθι, ἁπὸ τὸν ὁποῖον θέλει πληροφωρηθεῖς ἐκτεταμένως τὰ πάντα. Πρὸς τοῦτοις δὲν ἁμφυβάλω ὅτι νὰ σοῦ εἴναι γνωστὴ ἡ στενοχωρία ὁποῦ δοκιμάζω, ἁπὸ τούς στρατηότας μου, ζητόντες τοῦς μησθούς των, καὶ παρακαλῶ τὴν ἐκλαμπρότητά του ὁποῦ νὰ μοὶ οἱκωνομήσι, ἁπὸ μερηκὴν χρηματηκὴν ποσώτητα, διὰ νὰ ἐξ’οἱκονωμήσῳ καὶ ἐγῷ τοῦς στρατηώτας μου, καθ’ ὅτι σοῦ εἴναι γνωστόν, πρὸ πόσων καιρὸν ἔχω νὰ λάβο μησθούς στρατηοτικοῦς· πρὸς δὲ τούτων μοῦ ζητάῃ καὶ ὁ κ(απετὰν) Γιαννάκος Νταγρὲς παράδες, ἐνῷ ἐγῷ δὲν ἡμπορῶ νὰ ἁπαντήσῳ καὶ νὰ πληρόσῳ ἐκεῖνους τοῦς ὁποῖους ἔχω παντοτηνούς, διὼ παρακαλῷ, ὁποῦ νὰ τοῦ γράψης μερηκός, εἲ ἂν τὸ κρήνης, στείλε του καὶ παράδες, [[διά]] τοῦτω μόνον ζητῷ, ὁποῦ νὰ μαὶ ἁφύσῃ ἥσυχον. Ταῖς ἁπερασμέναις ὅντας ἐδῲ ὁ κύριος Ἁ. Λόντος, τοῦ ἐζήτησα νὰ μοὶ δώσῃ μετριτά, καὶ μοὶ ἁπεκρήθι, ὅτι πρέπει νὰ λάβο πρότον ἁπὸ τὴν ἐκλαμπροτητά σου ἁποδηκτικόν, καὶ ἐπομένως μοὶ δήδι εὐκόλως μετριτά· καὶ ἁναπαρακαλῷ ὁποῦ νὰ μὴν μὲ ἡστερήσις, εὔελπις ὣν ὅτι δὲν θέλει ἁποτύχῳ τῆς αἱτήσεώς μου μένῳ μὲ ὅλον τὸ σεύας.
ὁ πατριώτης
Διμιτρις τζιοκρις
Ἐν μοναστηρίῳ Βάρσσας, 23 7βρίου 1825.
|