|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Λιοδώρα, 10 Ιουλίου 1823
Εκτενής αναφορά κατοίκων των χωριών του τμήματος Λιοδώρας της επαρχίας Καρύταινας προς τον Αντιπρόεδρο του Εκτελεστικού Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στην οποία εκθέτουν παραστατικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σχετικά με την ενοικίαση των φορολογικών προσόδων της περιοχής τους, τη μεθόδευση για να αποκλειστούν από τον σχετικό πλειστηριασμό, την επιβολή αυθαίρετων υποχρεωτικών εράνων στο σύνολο των κατοίκων, την απαίτηση των Δημητσανιτών για πληρωμή τοπιάτικων, και γενικότερα αδικοπραγίες κατά των κατοίκων από ισχυρούς της επαρχίας προκρίτους. Η αναφορά σχετίζεται με τις συγκρούσεις στην περιοχή μεταξύ των Δεληγιανναίων και των κοινοτήτων των χωριών για την εκμίσθωση των προσόδων (βλ. σχετικά). Το έγγραφο είναι αντίγραφο, από το οποίο παραλείφθηκαν τα ονόματα των κατοίκων. Έχει, επίσης, δημοσιευτεί χωρίς υπογραφές, πιθανόν εξ αντιγραφής από την έκδοση Ι. Θεοφανίδη.
|
|
Κείμενο
|
|
Ἐκλαμπρότατε ἀντιπρόεδρε τοῦ Ἐκτελεστικοῦ κύριε Θεόδωρε Κολοκοτρόνη.
Διὰ τῆς παρούσης ἡμῶν ταπεινῆς ἀναφορᾶς ἀναφέρομεν πρὸς τὴν ἐκλαμπρότητά της οἱ ὑπογεγραμμένοι κάτοικοι τῶν κάτωθεν χωρίων, ὅτι καὶ προλαβόντως ἐπροσκλήθημεν παρὰ τοῦ ἐπάρχου μας διὰ νὰ παρευρεθῶμεν εἰς τὴν συνέλευσιν τῆς ἐπαρχίας μας διὰ νὰ ὀργανίσωμεν ὅλοι γενικῶς τὴν καλὴν εὐταξίαν καὶ ἁρμονίαν τῆς ἐπαρχίας μας. Καὶ ὅλοι οἱ τῶν χωρίων μας πρόκριτοι κατὰ χρέος ἐπήγαμεν. Καὶ χωρὶς νὰ διορίσωμεν τοὺς ἐπιστάτας εὔγαλαν τὰ χωρία εἰς τὸ ἰκάντον, καὶ ἀφοῦ ἐξακολουθοῦσε ἡ πώλησις τῶν χωρίων, εἴδαμεν ὅπου μερικὰ χωριὰ τῆς Ἄκοβας δὲν τὰ εὔγαλαν εἰς τὸ ἰκάντο, ἐπὶ προφάσει ὅτι τὰ ἔχη πουλημένα ἡ Διοίκησις εἰς μίαν τιμὴν πολλὰ χαμιλήν, ἀναλόγως κατὰ τὴν τιμὴν τῶν ἄλλων χωρίων. Καὶ πουλημένα εἰς ἀνθρώπους ἀσημάντους, εἰς τὸν Ἠλίαν Μπιζούμην, εἰς τὸν καπ. Μικέλην, εἰς τὸν Ἀθανάσιον Δελιγιάνην, εἰς τὸν παπᾶ Σταθούλην, εἰς τὸν καπ. Γιαννὴν καὶ εἰς ἄλλους ἀκόμη. Καὶ εἰς αὐτοὺς ἦτον καμπόσα χωριὰ ἀπερασμένα, σχεδὸν ὅλη ἡ Ἄκοβα πλὴν τῆς πέρα μεριᾶς. Ἀγνοοῦμεν ὅμως διὰ ποίαν αἰτίαν τοὺς ἔκαμεν αὐτῶν ἡ Διοίκησις χάριν καὶ τοῦτο μᾶς ἐπείραξε ὄχι ὀλίγον. Ἐρωτήσαμεν καὶ ἡμεῖς διὰ ποίαν αἰτίαν δὲν τελαλίζονται ὅλα τὰ χωρία, καὶ μᾶς εἶπαν δὲν εἶναι ἐδική μας δουλιὰ νὰ ἐξετάζωμεν. Ἐξόχως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπωμεν νὰ προβάλλουν νὰ δώσωμεν ἀπὸ τὰ δέκα τρία. Μᾶς ἐπαῤῥησίασαν ἐν ταυτῷ καὶ διαταγὴν διὰ ἔῤῥανον καὶ νὰ συναχθῇ τὸ ὀλιγώτερον εἰς ὀκτὼ ἡμέρας, οἱ ἀρχηγοί, καὶ μᾶς ἐζητοῦσαν νὰ εὐγάλωμεν ὅσους πιστοὺς διὰ τὸ στράτευμα καὶ νὰ πληρώσωμεν τὸ κάθε χωρίον τοὺς στρατιώτας του. Ἐμουρμούρισαν πρὸς τούτοις καὶ ἄλλα δωσίματα εἰς τὰ ζωντανά μας καὶ εἰς τὰ δένδρη τὰ κάρπιμα. Μέ ποίαν ψυχὴν λοιπὸν θέλετε νὰ ὑποφέρωμεν ὅλα αὐτά, ὁποῦ ἀφ’ οὗ εὔγωμεν ὅλοι διὰ τὸ στράτευμα, ποῖος πλέον μένει νὰ πληρώσῃ ἔῤῥανον; Νὰ πληρώσῃ στρατιώτας; Νὰ πληρώσῃ εἰς τὰ δέκα τρία; Καὶ καθ’ ἑξῆς εἴπαμεν ὅτι ἡ διαταγὴ διὰ τὸν ἔῤῥανον λέγει νὰ πληρώσουν οἱ εὐκατάστατοι, καὶ ἀπηλογήθησαν ἐκεῖνοι ὅπου ποτέ δὲν ἐπῆγαν εἰς τὸ στράτευμα παρὰ ἐκοίταζαν τὰ ἰντερέσια τους, ὅτι οἱ στρατιῶται εἶναι τὴν σήμερον οἱ εὐκατάστατοι καὶ αὐτοὶ ἂς πληρώσουν καὶ ἂς πληρωθοῦν. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἔγινε τὸ πρῶτον ἰκάντον, τότε ὅλοι γενικῶς οἱ ἐπαρχιῶται ἠθελήσαμεν νὰ ἐκλέξωμεν τοὺς ἐπιστάτας. Ἐζητήσαμεν καὶ ἡμεῖς δικαιοματικῶς καὶ συμφώνως μὲ τὰς περισσοτέρας γνώμας τῆς ἐπαρχίας διὰ νὰ βάλλωμεν ἕνα ἐπιστάτην καὶ δὲν τὸ ἐθέλησαν μέρος ἐπαρχιῶται. Ἐκλέξαμεν δὲ ἑπτὰ ὑποκείμενα συμφώνως ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν μας ὁποῦ ὅποιον αὐτοὶ ἐκλέξουν νὰ εἶναι δεκτὸς εἰς ὅλους μας. Καὶ οἱ δέκα ἀπὸ αὐτοὺς ἀπεφάσισαν καὶ οἱ ἑπτὰ δὲν ἔστερξαν. Ἐπήγαμεν καὶ τὴν κρίσιν εἰς τὸν ἔπαρχον καὶ ἀποφάσισε καὶ αὐτὸς μὲ τοὺς ψήφους τῶν περισσοτέρων. Ἐζητήσαμεν νὰ ῥίξωμεν δύο κλήρους, ἕναν ἡμεῖς καὶ ἕναν ἐκεῖνοι, καὶ δὲν τὸ ἠθέλησαν παρὰ ἐγύρευαν ἐκεῖνοι νὰ ρίξουν δύο κλήρους καὶ ἕναν ἐμεῖς, ὁποῦ δὲν ἦτον δίκαιον, ἐπειδὴ καὶ αἱ περισσότεραι γνῶμαι τῆς ἐπαρχίας ἦτον ἐδικαῖς μας καὶ μέ κᾀνέναν τρόπον ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἠθέλησαν παρὰ τὸ ἐγύρευαν ζόρλα. Τοὺς εἴπαμεν ὅτι ἡμεῖς πλέον εἰς ἐσᾶς δὲν ἐμπιστευόμεθα, διότι ἠξεύρομεν καὶ εἴδαμεν πόσας δολιότητας ἐμεταχειρίσθητε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως τούτου τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος, ὁποῦ ὅ,τι δόσιμον ἤλθε τῆς ἐπαρχίας μας, ποτὲ ἀναλόγως δὲν τὸ ἐῤῥίξατε παρὰ φιλοπροσώπως. Καὶ διὰ αὐτὰ ὅλα θέλωμεν νὰ βάλωμεν ἕνα ἐπιστάτην διὰ νὰ βλέπῃ τὰ ἔσοδα καὶ τὰ ἔξοδα τῆς ἐπαρχίας μας. Καὶ ἂν δὲν εἶναι δεκτὸς εἰς ὅλην τὴν ἐπαρχίαν μας ἡμεῖς τὸν πλερώνωμεν καὶ ἡμεῖς τὸν θρέφωμεν. Μήτε τοῦτο δὲν τὸ ἠθέλησαν. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ὁ λαὸς εἶδεν ὅτι μέ κᾀνένα τρόπον δὲν ἠμποροῦμεν νὰ κατορθώσωμεν τίποτε, ἐπῆραν τὸν Γιοτόπουλον σπρόχνοντας καὶ παιδεύοντας διὰ νὰ τὸν ἀφιερώσουν εἰς τὸν ἔπαρχον διὰ ἐπιστάτην. Τότε ἐλογομάχησαν, καὶ τὸ ἕνα μέρος καὶ τὸ ἄλλο καὶ ἠγανακτισμένοι εὔγαλαν πιστόλαις καὶ μαχαίρια, καὶ ἐκτυπήθησαν πολλοὶ καὶ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ πάλιν ὁ ἴδιος λαὸς ἐμπόδισε τὸ κακὸν δὲ νὰ μὴν γένῃ τὸ χείριστον. Καὶ αὐτὸ ὁποῦ ἔγινε, ἐξ ἀπροσεξίας ἔγινε καὶ ὄχι ὅτι ἤθελε κᾳνένας ἤ ὅτι ἤξευρε τινὰς ἤ ὅτι ἦσαν βαλμένοι διὰ ἕνα παρόμοιον, ὁποῦ ἄν ἦτον, καθὰ λέγουν ὅτι ἀπεφασιστικῶς ὁ λαὸς τὸ ἔκαμεν, δὲν ἔμενε κᾀνένας ζωντανός. Παρὰ τοῦτο ἔγινε ἀπὸ ὀργὴν λαοῦ ἠγανακτισμένος ἀπὸ θυμὸν διὰ ὅλα τὰ ἄνω ῥηθέντα. Αὐτὴ εἶναι ἡ άλήθεια, καὶ ἡ σεβαστὴ Διοίκησις ἂς ἐξετάσῃ ἀκριβῶς, γενικῶς τοὺς ἐπαρχιώτας καὶ αὐτόπτας διὰ νὰ πληροφορηθῇ, καὶ ἂν εἶναι τὶ διαφορετικὸν ἔχωμεν ὅλοι ἕτοιμον τὸν αὐχένα μας νὰ τὸν κλίνωμεν εἰς τὴν Διοίκησιν καὶ νὰ μᾶς ἀποκεφαλίσῃ ὅλους.
Θερμοπαρακαλοῦμεν λοιπὸν ὅτι ἐπειδὴ καὶ προβλέπομεν ὅτι ἡμεῖς ποτὲ δὲν θέλει μείνωμεν σύμφωνοι μὲ μερικοὺς ἐπαρχιώτας, διότι δὲν ἔχουν ἀπόφασιν νὰ μᾶς ἀφήσουν κᾳνένα δικαίωμα παρὰ θέλουν νὰ μᾶς ἀρμέγουν καθὼς αὐτοὶ θέλουν, καὶ διὰ νὰ λείψῃ εἰς τὸ ἑξῆς τὸ σκάνδαλον, ἡ Διοίκησις ἂς πέμψῃ διοικητήν μας νὰ τὸν δεχθῶμεν μετὰ χαρᾶς καὶ ἀναλόγως ὅ,τι δόσιμον δίνουν καὶ αἱ ἄλλαι ἐπαρχίαι /2 δίδομεν καὶ ἡμεῖς. Καὶ τότε ἂν προσκρούσωμεν εἰς τὴν Διοίκησιν ἂς παιδευθῶμεν. Ἐκλαμπρότατε! Δὲν ἐστάθη ποτὲ καὶ ἐπὶ Τουρκίας ὁποῦ τὰ τοπιάτικα νὰ τὰ πέρνουν οἱ Τοῦρκοι δυναστικῶς ἀπὸ ταῖς στάναις καὶ οἱ Δημητζανίται εὐγῆκαν κατὰ τὸν Ἀρτοζίνο, ὁποῦ ἐκεῖ ἔχουν μερικοὶ Λιοδορίσιοι ταῖς στάναις των καὶ ἀξετάστως ἔμβαιναν μέσα εἰς ταῖς καλύβαις των καὶ ἔπερναν ὅσον βούτιρον καὶ τιρὶ εὕρισκαν χωρίς νὰ τὸ ζυγίσουν. Τὶ μᾶς χρειάζονται λοιπὸν οἱ Τοῦρκοι, εἰς κάποιους χριστιανούς; Δι’ ὅλα αὐτά μας τὰ μεγάλα δικαιόματα θέλομεν νὰ εἴμεθα ἀμέτοχοι ἀπὸ τὴν ἄλλην ἐπαρχίαν καὶ ἡ Διοίκησις ὅπως θέλει ἂς μᾶς διοικήσῃ καὶ ὅ,τι θέλει ἂς πάρῃ ἀπὸ ἡμᾶς. Ἡμεῖς εἰς τοῦτο ἐπιστηριζόμεθα καὶ εἰς τοῦτο θέ ν’ ἀποθάνωμεν. Διότι ἐξεψυχίσαμεν πλέον ἀπὸ τὰ καμώματα μερικῶν. Μεγάλως σέ ἐβαρύναμεν ἐκλαμπρότατε, πλὴν τὰ μεγάλα μας παράπονα καὶ δίκαια καὶ τὸ θάῤῥος μᾶς ἐπαρακίνησαν διὰ νὰ αὐθαδιάσωμεν τόσον καὶ παρακαλοῦμεν νὰ ἔχωμεν συγνώμην καὶ ἀνυπομόνως προσμένομεν ἔκλαμπρόν της πρὸς ἠσυχίαν μας· καὶ μένωμεν μέ ὅλλον τὸ σέβας.
Τῇ 10 Ἰουλίου 1823
Λιοδώρα
Ἶσον ἀπαράλλακτον
|