|
Κείμενο
|
|
Γενναιότατε ἀδελφέ
Τὸ ἀπὸ 9: τρέχοντος φιλικόν μοι γράμμα σου ἔλαβον καὶ ἐχάρην πληροφορηθεὶς τὴν εὐκταίαν μοι ἀγαθὴν ὑγιείαν σου. Εἶδον τὸ νὰ μὲ παρακινεῖς καὶ αὖθις διὰ νὰ ταχύνω τὸν ἐκεῖ ἐρχομόν μου ὡς ἀναγκαῖον· πλήν, ἀδελφέ, ἐσεῖς τὰ πράγματά σας τὰ ἐτελειώσατε ὀγλίγωρα, καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ μένων ἐνταῦθα διενεργῶ τὸ γενικότερον τῆς Πατρίδος καλόν, τὴν Ἐθνικὴν λέγω Συνέλευσιν, ἐκ τῆς ὁποίας ἀναμφιβόλως θέλει ὠφεληθῇ μεγάλως ἡ Πατρίς διὰ τὴν γενησομένην ἐσωτερικὴν εὐταξίαν της. Ἐχάρην δὲ καὶ διὰ τὴν εἰς τὸ Κουσάτασι μετακόμισιν τῶν ἐχθρῶν, τὸ ὁποῖον φρονίμως ἐνεργήσατε, διὰ νὰ εἶναι πλέον μακρύτεροι ἀπὸ ἡμᾶς καὶ νὰ μὴν ὑποπτευώμεθα πάντοτε, ὅτι ὡς πλησιεστέρους θέλομεν τοὺς ἔχει πάλιν εἰς Πελοπόννησον.
Βλέπω νὰ θαυμάζῃς ὅτι δὲν σὲ ἔγραψα καὶ ἐκ δευτέρου περὶ τῆς Ἐθνικῆς Ἀνεξαρτησίας. Σὲ προέγραφον ὅτι γράμματα εἰς ἐμὲ δὲν ἔφθασαν περὶ τούτου, ἀπὸ πολλοὺς ὅμως νέους ἐρχομένους ἐκ τῆς Εὐρώπης πληροφορούμεθα αὐτὴν ὡς βεβαίαν καὶ ὡς τοιαύτην σὲ τὴν παραδίδω καὶ ἐγώ. Ἐλυπήθην δὲ ἀρκετά, ἀδελφέ, ὅτι ἐν ᾧ μερικοὶ Σφακιανοὶ Κρῆτες ἔφεραν γράμματά μου ἀπὸ τὸν Ξάνθην, ὁ καλός φίλος Μαυροκορδάτος τὰ ἐπῆρεν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τὰ κρατεῖ μὲ τὸ νὰ ἀπέρασεν αὐτός ἀπὸ τὸ Μεσολόγγιον κατὰ δυστυχίαν (Ἴδε πάθη καὶ ἀπανθρωπίαν!). Διὰ τοῦτο δὲν εὑρίσκομαι εἰς ἰδέαν ἀκριβῆ περὶ τῆς Ἐθνικῆς Ἀνεξαρτησίας, ἐπειδή ὅσα γράμματὰ μου περάσουν ἀπὸ Ὕδρας τὰ κρατεῖ ἡ Ὑπερτάτη, ὅσα δὲ ἀπὸ Μεσολόγγιον ὁ Μαυροκορδάτος (πλὴν δὲν θέλουν ἐπιτύχῃ τῶν κόπων των μ’ ὅλα ταῦτα). Εὐθὺς δὲ ὁποῦ λάβω γράμματα, θέλω σὲ γράψει λεπτομερῶς.
Αἱ χαροπιαὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος εἰδήσεις ἴσως σὲ εἶναι γνωσταί. Ὁ [[Ὀδυσσεὺς]] Γεροπρυόβολος ἀπεδίωξεν ἐκεῖθεν τοὺς ἐχθροὺς μὲ τὰ πολύτροπα ἐπιχειρήματά του. Ὁ Μεχμέτης ἔδοσεν ἐγγράφους ὑποσχέσεις εἰς τὸν Ὀδυσσέα, κατὰ τὰ ἀκόλουθα δώδεκα ἄρθρα, μόνον νὰ ἀφεθῇ ἐλεύθερος ὁ δρόμος τῶν ἐχθρῶν εἰς | τὴν Πελοπόννησον. α) Λαμπρὰς οἰκοδομὰς ἐκκλησιῶν, β) Κινητὰ καὶ ἀκίνητα νὰ εἶναι ὅλα τῶν Ἑλλήνων, γ) Τὰ δέκατα μόνον νὰ δίδονται, δ) Ἕνας πασσᾶς μόνον νὰ κάθηται εἰς τὴν Εὔριπον, ε) Νὰ ᾖναι μὲ ἑκατὸν ἀνθρώπους, στ) Καμμίαν ἐξουσίαν νὰ μὴν ἔχῃ, οὔτε διὰ νὰ ἀπερνᾷ νὰ κάμνῃ ἔξοδα, παρὰ ἀπὸ τὴν σακοῦλάν του, ζ) Οἱ μουκατάδες εἰς τὸ παλαιὸν ἐδῶ καὶ ἑκατὸν χρόνους· θετέον ἡ Λιβαδία δίδει 1000: πουγγεῖα, τὸ πάλαι 170: πουγγεῖα μόνον· ἀκολούθως καὶ τὰ λοιπά, η) Πασσάδες, ἂν περάσουν διὰ Μωρέαν, νὰ ἐξοδεύουν ἐξ ἰδίων των, θ) Ὅσοι σκλάβοι εἶναι νὰ ἐλευθερωθῶσι, ι) Ἡ Ἀθήνα ἐδική του, ια) Ὅλοι οἱ καπετάνοι κτλ., τὰ ὁποῖα ὑπεσχέθη μὲ χάτι νὰ τὰ φέρῃ ὁ ἀπατηλὸς Μεχμέτης, δὲν ἤξευρεν ὅμως τὸν ἀπατηλότερόν του, τὸν Ὀδυσσέα, ὅστις οὐδεμίαν ὑπογραφὴν ἔδοσεν εἰς αὐτά. Τὰ λοιπὰ θέλεις τὰ πληροφορηθῆ ἐκ τοῦ ἐσωκλείστου γράμματος τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ἀγαπητοῦ καπ. Λάμπρου. Ζητεῖ δὲ ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλὰς ἅπασα Συνέλευσιν Ἐθνικὴν καὶ τὰ καταστατικὰ μέλη αὐτῆς φθάνουν ἐντὸς ὀλίγου.
Ἤθελον νὰ γράψω καὶ εἰς τὸν Γεροκαπερόνην ‖Θεοδωρη Κολοκοτρωνη‖, ἐπειδὴ ὅμως ἠξεύρω ὅτι ἔχει πολλὰς ἐνασχολήσεις διὰ τοῦτο τὸν ἀφίνω ἥσυχον. Παρακαλῶ δὲ νὰ προσφέρῃς πρὸς αὐτὸν τοὺς γλυκεῖς μου ἀσπασμούς, νὰ μοὶ γράφῃς δὲ συνεχῶς τὰ ἐκεῖ διατρέχοντα εἰς πληροφορίαν μου, καὶ μάλιστα τὴν περιπόθητόν μου ὑγιείαν σου, τὴν ὁποίαν ἐπευχόμενος μακρόβιον, μένω.
Ἐν Τριπολιτζᾷ
Τὴν ιαην: 10βρίου, αωκβ΄:
ὁ φίλος σου
Δημήτριος Ὑψηλάντης
[στὸ ἄνω περιθώριο τῆς β΄ σελ., ἄλλο χέρι:]
Δ: Ὑψηλάντης
1822
[μὲ ἄλλο χέρι καὶ μελάνι:] περίεργα
|