|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Βάτικα (Νεάπολη), 29 Ιουλίου 1829
Αντίγραφο επιστολής του Γεώργιου Σαχτούρη προς τους Υδραίους με την οποία τους ενημερώνει για τις κινήσεις του ελληνικού στόλου κατά την επιτυχημένη προσπάθεια εισαγωγής τροφίμων και πολεμοφοδίων στο Μεσολόγγι και τις μικρές ναυμαχίες με δυνάμεις του τουρκο-αυγυπτιακού στόλου που βρισκόταν στην περιοχή. Ο Γ. Σαχτούρης συντάσσει την παρούσα στα Βάτικα (σημ. Νεάπολη Λακωνίας), αφού κατέπλευσε εκεί στις 29 Ιουλίου (βλ. Γ. Σαχτούρης, Ιστορικά ημερολόγια του ναυτικού αγώνος του 1821, σ. 122). Από το ναυτικό του ημερολόγιο μαθαίνουμε και τους άδηλους, στο παρόν αντίγραφο, παραλήπτες της επιστολής: «σήμερον ἐγράψαμε τὰ πᾶντα εἰς Ὕδραν μὲ ἐξπρέσσο». Η επιστολή έφτασε στον προορισμό της στις 31 Ιουλίου (βλ. ΑΚΥ, τ. 11, σ. 454) και από εκεί πρέπει να μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο όπου παρήχθη και το παρόν αντίγραφο (βλ. και σχόλια μάς στο σχετικό [465]). Ο Γ. Σαχτούρης αναφέρεται ακόμη στην ανάγκη εφοδιασμού της πόλης εκ νέου, αφού οι προμήθειες που έφτασαν με τον ελληνικό στόλο επαρκούν για περίπου έναν μήνα.
|
|
Κείμενο
|
|
Ἀντίγραφον
Εὐγενέστατοι!
Μέ ἕν Ἰονικόν διά Σύρας σᾶς ἔχω προγεγραμένην καί ἑτέραν μου σημειωμένην ἐν’ ᾦ εὑρισκόμεθα ἔμπροσθεν τῆς Ἀρκαδίας· κἀκεῖθεν προχωροῦντες ἐφθάσαμεν εἰς τάς 17 ἔξω τῆς Ζακύνθου καί Κεφαλινίας, ὅπου περιφερόμενοι καί πλησιάζοντες ἕως εἰς ταῖς Σκρόφαις δέ 12 καράβια, ἐπαῤῥησιαζόμεθα εἰς τόν ἐχθρόν ἔχοντα εἰς τά πανία 34 πλοῖα. Καί ἀκροβολίζοντές τον, ὁσάκις ὁ καιρός μᾶς τό ἐσυγχωροῦσεν ἄχρι τοῦ [της] 21, καθ’ ἥν ἔφθασαν καί ἄλλα τόσα σχεδόν Σπετζώτικα καί συγχρόνως ὁ γεν. ναύαρχος Μιαούλης μόνος (διότι προθυμοποιηθείς νά φθάσῃ ὅσον τάχιστα ἄφησε τήν μοίραν του εἰς τά Βάτικα οὕσαν ἀνέτοιμον). Παραστήσας δέ αὐτοῖς τόν ἔσχατον κίνδυνον τοῦ Μεσολογγίου κατά τάς πληροφορίας εἴχομεν ἀπό γράμματα τῆς ἐπιτροπῆς Ζακύνθου καί ἄλλα μέρη, μετά μερικούς ἀκροβολισμούς κάτωθεν τῆς Κεφαληνίας, ἐτραβήξαμεν τῇ 22 διά νυκτός εἰς Μεσολόγγιον διά νά τό ἐφοδιάσωμεν, διό καί τῇ 23 [[ἐφθάσαμεν]] ἐξημερώθημεν ἔξω τοῦ Μεσολογγίου, ὅπου εὕρομεν βαλμένα πρό ὀλίγου εἰς τά πανιά ὁκτώ ἐχθρικά πλοῖα, τά ὁποῖα καταδιώκοντες καί πολεμοῦντες μέ γαλήνην ἐπετύχομεν νά καύσωμεν δύω βρίκια ἐξ αὐτῶν, τό ἕν ἦτο τοῦ Βιζαντινοῦ στόλου 10 κανονίων καί τό ἕτερον ἀλτζερίνικον 20 κανονίων, μάλιστα δέ χωρίς μπουρλῶτα, διότι τό πρῶτον ἐναγκάσθησαν νά τό καύσουν οἱ ἴδιοι ἐχθροί, τό δέ δεύτερον ἡμεῖς, ἀφ’ οὗ τό ἐῤῥίψαμεν εἰς τά ῥηχά καί ἐζωγρήσαμεν ἱκανούς, ἐκάμαμεν κάθε τρόπον καί ἐπεδώσαμεν μ’ ὅλην τήν ταχύτητα [[εἰς τά]] μερικά μπαρούτια εἰς τό Βασιλάδι. Ἀλλά πρός τό μεσημέρι ἐνεφανίσθη ὁ μέγας στόλος τοῦ ἐχθροῦ, ὅστις ἐξυπνήσας τό πρωΐ καί ἰδῶν ὅτι ἐφθάσαμεν εἰς Μισολόγγη, ὁρμησε καί ἤρχετο μέ πρίμον ἄνεμον (π.μ.) καθ’ ἡμῶν 12 κροβέται ἐπροπορεύοντο ἐκ δεξιῶν ὑπό τήν ὁδηγίαν τοῦ Ῥιαλάμπεϊ Ταχήρη. Εἰς τό μέσον ὁ Τοπάλης, καί ἐξ ἀριστερῶν τά βρίκια. Τοιαύτην παράταξιν εἶχεν ὁ Τοπάλης, ὁπόταν ἡμεῖς βαλθέντες εἰς τά πανιά, ἀπεφασίσαμεν μέ τά ὀλίγα πλοῖα μας νά τόν ἀντισταθῶμεν· ἐβάλθημεν εἰς γραμήν μεταξύ Κάβου Πάπα καί Μισολογγίου, καί σταθέντες άλακάπα σοταβέντο τόν ἐπεριμένομεν νά πλησιάσῃ (διότι ἄν ὀρτζάραμεν ἐκινδύνευον νά χαθοῦν βίᾳ ὁκτώ πλοῖα εὐρεθέντα πολύ πλέον σοταβέντο ἀπό ἡμᾶς ἕως 6 μίλλια, καί τα ὁποῖα ἦτον ἀδύνατον ν’ ἀπεράσουν τόν Κάβον Πάπα) διό καί ὁ ἐχθρός ἐπλησίασε μεν, μετά μικρόν ἀμοιβαῖον κανονιοβολισμόν ἤρχισε νά ὁπισθοδρομῇ ὀρτζάροντας πρός τά ὀπίσῳ. Ἡμεῖς τότε τόν πέρνομεν κατόπιν καί τόν διώκομεν κανοβολίζοντές τον σοταβέντο ἕως εἰς τά μεσάνυκτα, ἐπιστρέψαντες δέ μέ τά καράβια ἐβγάλαμεν ὅλας τάς τροφάς καί πολεμοφόδια | ὁποῦ ἡ Διοίκησις ἔστειλε μέ τό σπετσιώτικον καί μύστικον ψαριανόν, ἐνῷ τά λοιπά πλοία μας κατεδίωκον τόν ἐχθρόν ἕως εἰς τήν Ζάκυνθον, τάς ἀκολούθους ἡμέρας ἔφθασαν καί ἄλλα ἐκ τῶν πλοίων μας καί ἐσυμποσούμεθα ἕως 50 ἀλλά τότε ὁ ἐχθρός οὔτε ἐφαίνετο πουθενά διό καί έπιστρέψαντες ὅλοι ἦλθον καί ἄῤῥαξαν εἰς Μισολόγγιον. Τοιαύτην ἄτιμον φυγήν ἔλαβεν αὖθις ὁ Τοπάλης ἀπό πολλά ὀλίγα πλοῖα διότι εἴμεθα μόνον 23, ὅταν ἐμβήκαμεν εἰς Μισολόγγι καί μόλις 15 ὄταν παρετάχθημεν εἰς γραμμήν. Εἰς ταύτην τήν ναυμαχίαν παρευρέθη καί ἕνα ἀγκλικόν βρίκιον, τό ὁποῖον καί έλάβωσαν οἱ ἐχθροί μέ τό νά ἀπέρασεν ἀπό τό μέσον. Εἰς τήν περίστασιν ταύτην ὁ πυρπολιστής Γ. Πολίτης καί ἕτεροι δύω Σπετζιῶται ἐχρησίμευσαν μεγάλως. Τόσον δέ ἐμψυχώθησαν ἐκ τούτων ὅλων οἱ ἐν Μεσολογγίῳ πολυορκούμενοι καί ἀπηύδησεν ἐξ ἐναντίας ο πολυορκητής Τζιοτάγιας εὔκολον εἶναι νά τό συμπερένετε. Τήν ἀκόλουθον ἡμέραν πρίν ἐπιστρέψῃ ὁ στόλος μας, ἐν’ ᾧ ἐκαταγινόμεθα τά 6 πλοῖα νά εὐγάλωμεν τροφάς ἐπῆγα ἔξω ὁ ἴδιος διά νά ἐμψυχώσῳ τούς Ἕλληνας καί προσωπικῶς και νά παρατηρήσῳ τήν κατάστασιν τοῦ τύχους καί τήν πολυορκίαν τοῦ ἐχθροῦ, τήν ὁποίαν εὑρῆκα στενωτάτην καί πολλά κινδυνώδη, διότι ὁ ἐχθρός ἀνήξας χαντάκι κατά διαφόρους ὀφιοειδεῖς λοξοδρομίας καί καταστήσας ἐπ’ αὐτόν προμαχῶνας μέ κοφίνια [[μ]] γεμάτα χῶμα, ἐπλησίασε τόσον κοντά εἰς τό τεῖχος ὥστε οἱ Ἕλληνες πετροβολίζονται καί πετροβολίζουν τούς ἐχθρούς μεταφέροντες δέ ἀκαταπαύστως χῶμα και ῥίπτοντές το μέ κλαδιά καί κοφίνια εἰς τό χαντάκι τοῦ τείχους, κατήντησαν νά τό γεμίσουν εἰς 4 μέρη. Ὕψωσαν τούς [[ὅμως]] σωρούς εἰς τήν ἰσοροπίαν τοῦ τείχους καί ἀπεκατέστησαν ὡσάν τέσσαρες γέφηρες ἑνώσαντες τήν ξηράν μέ τό τεῖχος. Οἱ Ἕλληνες ὅμως ἄνοιξαν ὁπίσῳ τούτων τῶν ἐπικινδύνων μερῶν ἄλλο χαντάκι ἐμβάσαντες καί νερό εἰς αὐτό. Ἐπάνω δέ τούτου ἀπεκατέστησαν ἄλλα χαρακώματα, μέ τό ὁποῖον λέγουν ἠμποροῦν νά ἐμποδίσουν κάθε ἔφοδον τοῦ ἐχθροῦ.
Καθόσον ὅμως ἐσυμπεράναμεν ἄν ὁ στόλος μας ἀργοῦσε νά ἐμφανισθῇ δύω ή 3 ἡμέρας τό Μισολόγγιον ἤθελεν εἶσθαι ἤδη εἰς χείρας ἐχθρικάς, διότι ἔπασχεν ἀπό ἔλλειψιν τροφῶν καί πολεμ[οφοδίων] και πολλοί τῶν ἀρχηγῶν ἐζήτουν νά ἔμβουν εἰς συνθήκας μετά τοῦ [ἐχθροῦ]. Ἤδη ὅμως ἔλαβον θάῤῥος [[μέ]] καί τήν 25 τοῦ ἰδίου περί τάς 4 [ὥρας] τῆς νυκτός ἐξῆλθον τοῦ τεῖχους ἕως 1000 καί συναγροικημένοι ὄντες μέ ἄλλους 500, σχεδόν ὁποῦ ἔφθασαν ἔξωθεν, ἔπεσον κατά τοῦ ἐχθροῦ, οἵτινες ἀμέσως ἐτραβήχθησαν, οἱ δέ ἐκυρίευσαν 3 κανόνια. Μία τοιαύτη αἰφνίδιος εἰσβολή ἤθελε λάβει τό πλέον αἴσιον τέλος, ἄν οἱ πρός τά λάφυρα κλίσις τῶν Ἑλλήνων δέν ἔδιδε καιρόν εἰς τούς ἐχθρούς νά συγκεντρισθοῦν | καί τότε οἱ ἡμέτεροι ἐμβῆκαν εἰς Μισολόγγιον, θανατώσαντες ὡς λέγουν κατ’ ἀρχάς ἱκανούς καί ζωγρήσαντες ἕνα τῶν ἀξιωματικῶν Κιουτάγια.
Τῇ ἰδίᾳ ἡμέρᾳ τῇ 25 [[τοῦ ἰδί]] ἡμεῖς ἐμβάσαμεν διάφορες σκαμπαβίαις τῶν πλοίων μας ἁρματωμέναις διά νά κατατρέξουν τά 36 λατζόνια καί μπόγους, τά ὁποῖα οἱ ἐχθροί εἶχον ἐμβάσει εἰς τήν λύμνην καί ἐκανονοβόληζον τό Μισολόγγιον ἐμποδίζοντάς τους τήν κοινωνίαν μέ τό Ἀνατολικόν. Αἰ σκαμπαβίαι μας έκυρίευσαν 7 έξ αὐτῶν, τά δέ ἐπίλοιπα ἐτραβίχθησαν εἰς τά ῥηχά καί ἐδιαφεντέβοντο ἀπό τούς ἐδικούς των εἰς τήν ξιράν.
Τό ἐχθρικόν στράτευμα καθόσον μοι ἐφάνει δέν ὑπερβαίνει τῶν 16 χιλιάδων, οἱ δέ ἐδικοί μας ἕως τρεῖς τουφέκι γερόν. Ὅθεν καί διά νά ἠμπορέσουν νά τόν διώξουν χρεία νά ἔλθῃ καί ἄλλη βοήθεια ἀπ’ ἔξω ἀνάλογος, διότι ὁ Κιουτάγιας εἰς τήν ἀκμήν ὁποῦ ἦλθε τό πράγμα δέν θέλει παραιτήση τόν σκοπόν του, ἄν δέν κτυπηθῆ εἰς τόν κάμπον ἤ ἄν δέν δοκιμάσῃ καί ἄλλας ἐφόδους. Εἰς τήν α΄ ἥτις ἔγεινεν είς τάς ἀντεκρούσθη γενναίως μέ ἀφανισμόν τῶν ὅσων ἐμβῆκαν εἰς τό τεῖχος, ἔγινεν ὅμως μόνον ἀπό ἕνα μέρος καί πιθανόν νά τήν κάμῃ καί ἀπό τά τέσσερα.
Αἱ τροφαί, τάς ὁποίας τούς ἐδώσαμεν δέν θέλει τούς ἐξαρκέσουν περισσότερον ἀπό ἕνα μῆνα. Ἀνάγγη λοιπόν νά τούς σταλοῦν ἀφεύκτως καί ἄλλαι τροφαί, καθώς καί μπαροῦτι καί ἕνα ἤ δύω τζκινιέρη, ἐπειδή μήτε διά τά μορτέρια μήτε διά τά κανόνια ἔχουσι πυροβοληστάς. Ἡμεῖς ἀφήσαμεν ἐκεῖ 7 καράβια· ἔμεινεν δέ ἐπίτηδες καί ὁ ναύαρχος Μιαούλης, διά νά παρατηρήσῃ τά πάντα καί νά σᾶς εἰδοποιήσῃ. Ἡ παρουσία του εἶναι ἐκεῖ ἀναγγαία διά τό ὁλίγον σέβας ὁποῦ οἱ ὁπλαρχηγοί προσφέρουν εἰς τήν ἐπιτροπήν· ἡμεῖς δέ μετά τῶν λοιπόν συναδελφῶν σπετζιωτῶν καί ψαριανῶν ξεκινοῦμεν εἰς ζήτησιν τοῦ ἐχθροῦ.
Ὁ Τοπάλης δέν ἠξεύρομεν διά πού ἐτράβηξεν· ἀπό ἕν ἐπισκεφθέν πλοῖον ἐμάθαμεν ὅτι ἐπέρασεν ἀπό τάς Σαπιένζας ἔχοντας πλώρην [[τά σημ]] Ο.Σ. ἐκ τοῦ ὁποίου συμπεραίνομεν ἐτραβίχθη διά Σοῦδα. Ἐδιωρίσαμεν λοιπόν τούς ἐμπροσθοφυλακάς μας διά νά τόν κατασκοπεύσουν. Ἐν τοσούτω ἡμεῖς ἤλθαμεν ἐδώ εἰς Βάτικα διά νά κάμωμεν νερόν καί σπεύδομεν νά σᾶς διευθύνωμεν τήν παροῦσαν μας μέ ἄνθρωπον [[ἐπίτηδες]] σταλμένον ἀπό Μονεμβασίας πρός εὐχαρίστησίν σας προσθέττοντες ὅτι τά πλοῖα μας καθ’ ὅλα ἄν θέλετε νά στέκωνται ἔξω νά στέλλετε τροφάς.
Τῇ 29 Ἰουλίου 1825 Βάτικα
ὁ πατριώτης
Γ. Σαχτούρης
[ἐπί τοῦ νώτου:]
Ἶσον τῷ πρωτοτύπῳ
Γεν. Γραμματεύς
ἀντ’ αὐτοῦ
Γ. Πραΐδης
(Τ.Σ.) ΓΕΝΙΚΟΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΟΝ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ
|