|
Κείμενο
|
|
Παιδί μου Βασίλει Δημητρακόπουλε σέ εὔχωμαι.
Μοῦ ἔγραφον ὅτι οἱ Ἀρκουδορεματίτε, Ῥοϊνότε καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα χορία ἔφυγαν ἀπὸ Ντερβένια, ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ σοῦ περικλείω καὶ γράμμα τὸ ἴδιον ὁποῦ τοὺς γράφη ὅτι ἔφυγον. Ὅθεν νὰ ὑπάγεις εἰς τὰ χωρία νὰ τοὺς καύσης τὰ ὁσποίτιά τους, νὰ τοὺς σκοτόσης, νὰ τοὺς πάρης τὰ πρᾶγματά τους καὶ νὰ τοὺς ξεκινήσης, νὰ πᾶν ὁπίσω στὸ στράτευμα χορίς ἄλλον. Πρόσεχε μὴν κάμης χατίρια εἰς κανέναν, ὅτι δὲν ἐπιδέχετε ἡ περίστασις τὴν παραμικρὰ ἁργοπορίαν, ἀλλὰ ὅσον τὸ ὀγλύγορότερον νὰ τοὺς στείλης· νὰ σέ εἰδῶ πῶς θελὰ τοὺς στείλης καὶ περισσότερον νὰ προσπαθήσης νὰ εὐγάλλης στέλνωντας διὰ μιᾶς τοὺς στρατιῶτας σου νὰ εὐγάλουν ὅσα ἅρματα εἶναι μινεμένα πίσω ἀπὸ τὴν Βυτίνα, Μαγούλιανα, Λάλα καὶ τὰ λοιπὰ χορία καὶ ἕως ἐδῶ. Τόσον σοῦ λέγω ὅτι προσμένω τὴν Πέμπτην νὰ μοῦ στείλης τοὺς στρατιῶτας χωρίς ἄλλο, καὶ νὰ σέ εἰδῶ· τώρα θὰ φανῆ ἡ προθυμία σου καὶ άγάπη τῆς Πατρίδος. Κοίταζε ὅμως μὴν κάμης ἡμέρα καὶ χορίο, ὅπου κὰν περνᾶς φοτία· νὰ τοὺς εὐγάνης καὶ νὰ τοὺς ξεκινᾶς ἀμέσως δι’ ἐδῶ. Καὶ προσμένω νὰ τὸ ἰδῶ.
Τῇ 12: Σεπτεμβρίου Τριμπολιτζᾶ μία ὥρα τῆς νυκτός.
Ἴσον ἀπαράλακτον
τοῦ ἀρχιστρατίγου Θεόδωρου Κολοκοτρόνη
Θεοδωράκις Κολοκοτρόνις
-κόπια-
[ἐπὶ τοῦ νώτου:]
1822 12 7βρίου
ἀντίγραφον διαταγῆς Κολοκοτρόνη διὰ τοὺς στρατιότας
αρ. 15:
|