|
Κείμενο
|
|
Ἐξοχώτατε ἀρχηγὲ κύριε Θεόδωρε Κολοκοτρόνη ἀσπάζομαι ἀδελφικῶς.
Ἀπὸ ἕνα Μπαρμπιτζιώτην ἔλαβον τὸ ἀδελφικὸν σας, καὶ μὲ τὸν αὐτὸν σᾶς ἰδεάζω καὶ ἐγὼ τὰ τρέχοντα, δὲν ἐξεύρω δὲ ἂν ἐλάβατε τὸ γράμμα μου· σᾶς ἐβίαζα καὶ ἐγὼ καὶ σᾶς ἔδιδα γνώμην, νὰ βάλετε ὅσον τάχιστα εἰς πρᾶξιν τὴν ἀποστολὴν ἐκτελεστικῆς δυνάμεως πρὸς στρατολογίαν τῆς ἐπαρχίας ὡς μ’ ἐγράφατε, ἐπρόσθετα δὲ νὰ συνίσταται αὕτη ἡ δύναμις ἀνελλειπῶς ἀπὸ διακοσίους στρατιώτας, τοὺς ὁποίους νὰ διωρίσητε νὰ φερθοῦν ὄχι ὡς Χριστιανοὶ ἀλλὰ ὡς Τοῦρκοι. Σᾶς βεβαιῶ καὶ διὰ τοῦ παρόντος μου τὰ αὐτά, καὶ σᾶς λέγω νὰ ταχύνετε τὴν ἀποστολὴν αὐτῶν ὅσον τὸ συντομώτερον καὶ θέλει διορίσω καὶ ἐγὼ τὸν αὐτάδελφον μου κ. Λιάκον ὅστις ἀνέλαβε ὀλίγον ἤ τινα ἄλλον μπουλουξίν μου, νὰ τρέξη μετ’ αὐτῶν, μεθ’ ὅσης δυνάμεως θέλουν. Κατ’ ἄλλον δὲ τρόπον δὲν βλέπω δυνατὸν νὰ ἐκστρατεύσουν διότι ξένοι καὶ ἐντόπιοι κατέφυγαν μὲ τάς φαμελίας τον εἰς τὰ βουνὰ καὶ λόγκους, καὶ δὲν ζυγόνουν οὔτε κᾄν εἰς τὰ ὀσπήτιά τον, ὥστε ἂν δὲν βιασθοῦν ὡς ἄνωθεν βλέπω διόλου ἀδύνατον τὸ νὰ συνέλθουν εἰς τὸ στρατόπεδον, ἐμποροῦν δὲ νὰ συμποσωθοῦν ξένοι καὶ ἐντόπιοι ἕως ὀκτὼ χιλιάδες, καὶ ἀπὸ τὴν δειλίαν των προφασίζονται ὅτι καταγίνονται εἰς τὸ νὰ ἀσφαλίσουν τάς φαμιλίας των, τὸ δὲ ἀληθές εἶναι ὅτι ἀπεφάσισαν νὰ μὴν ἰδοῦν Τοῦρκον μὲ τὰ μάτ͜ια τον, καὶ τοῦτο στοχάζονται νὰ ἐπιτύχουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον μή ζυγώνοντες εἰς τὸ στρατόπεδον, χωρίς νὰ συλλογίζωνται πόσον σφάλουν εἰς τὴν ἰδέαν τον, καὶ πόσον ἀληθὲς εἶναι ὅτι ἐν ὅσῳ ἀκολουθοῦν οὕτω θὰ ἰδοῦν τοὺς ἐχθροὺς καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀγαποῦν κατεπάνω τον. Ἐκ τῆς αὐτῆς ἀναισθησίας μὲ φαίνεται ἀδελφὲ νὰ ᾖναι κυριευμέναι καὶ αἱ λοιπαὶ ἐπαρχίαι, ὅθεν ἐνέργησε δραστηρίως νὰ σταλθοῦν ἐκτελεστικαὶ δυνάμεις, καθ’ ὅσας ἐπαρχίας εἶναι οὕτω ναρκωμέναι, διορίσας τοὺς στρατιώτας σου νὰ φερθοῦν ὡς ἐχθροὶ καὶ οὕτω στοχάζομαι ὅτι θέλει δυνηθῶμεν νὰ συστήσωμεν στρατόπεδον· τὴν δὲ διὰ τὴν ἐπαρχίαν ταύτην ἐκτελεστικὴν δύναμιν βίασε μίαν ὥραν ἀρχείτερα σὲ ξαναλέγω. Ἐγὼ ὡς καὶ προλαβόντως σᾶς ἔγραφον ἀπέρασα ἐνταῦθα· ἔλαβον σήμερον καὶ ἓν γράμμα τοῦ ἀνεψιοῦ σας καπετὰν Ἀποστόλη πρὸς τὸν Μπισμπίνην, δι’ οὗ τὸν ἐβίαζε νὰ στρατολογήσῃ ὅσον τάχος καὶ ν’ ἀπεράσῃ εἰς Γεωργίτζι, διὰ νὰ συστήσουν στρατόπεδον εἰς Λογκανῖκον· δι’ αὐτὸ ὁ Μπισμπίνης δὲν εἶναι ἀρκετός, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται ἡ ἄνωθεν βία ἀφεύκτως. Ἐγὼ αὔριον ἀπερ<ν>ῶ εἰς Γεωργίτζι, καὶ ἀνταμόνω μὲ τὸν καπετάν Ἀποστόλη ἔνθα καὶ περιμένω ἀπόκρισίν σας, θέλει λοιπὸν μᾶς ἰδεάσητε τὰ τρέχοντα, καὶ ὁποιανδήποτε ἄλλην γνώμην ἐγκρίνητε, εἴητε δὲ ὑγιαίνοντες.
ἀπὸ Μιστρᾶν,
τῇ 23 Ἰουλλίου
1825
ὁ εἰλικρινὴς ἀδελφὸς καὶ πατριώτης
γηοργακης γηατρακος
|