|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Σούλι [Κορινθίας], 11 Ιουλίου 1822
Επιστολή του Σωτηρίου Νοταρά προς τον Δημήτριο Πλαπούτα, εκπρόσωπο του «Γενικού Αρχηγού» Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με την οποία του μεταφέρει πληροφορίες για τις στρατιωτικές εξελίξεις στην Κορινθία κατά την εκστρατεία του Δράμαλη πασά και του εκθέτει τις απόψεις του για όσα συνέβησαν στον Ακροκόρινθο κατά τη διέλευση των οθωμανικών δυνάμεων. Αποσείει τις ευθύνες για τις μεγάλες απώλειες. Στην επιστολή είναι εμφανής ο πανικός μπροστά στον όγκο και την ισχύ των οθωμανικών δυνάμεων, αλλά και την έλλειψη πολεμοφοδίων που επιτείνει την απειθαρχία στα ελληνικά στρατεύματα. Εκθειάζει την «οικογένειαν των γενναίων Κολοκοτρωναίων» και καταλήγει με την επίκληση: «ἄς προφθάσῃ και ὁ γενέως καπετᾶν Θεοδωράκης, ὁπού μὲ τὴν φρόνισίν του εἷσος ἀπαντήσωμεν τὴν ὀρμὴν τοῦ ἐχθροῦ».
|
|
Κείμενο
|
|
Γενναιώτατε καπετᾶν Δημητράκη Πλαμπούτα ἀδελφικῶς σὲ ἀσπάζωμαι.
Σύμερον ἅμα πρωή, ἔλαβα τὸ ἀδελφικόν σας καὶ εἶδα τὰ γενναῖα φρωνήματά σας καὶ ἀνδρία κινήματά σας. Ἀδελφέ, δὲν εἶδα εἰς κᾄν ἕναν ἄλον ζῆλον πατριοτισμοῦ, εἰ μὴ εἰς τὴν οἰκογένειαν τῶν γενναίων Κολοκοτρωναίων καὶ ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ σᾶς διαφυλάττῃ καὶ νὰ σᾶς ἀνταμίψῃ τὰ ἀγαθὰ κατορθώματὰ σας. Ἐγὼ ἤμουν εἰς Κόρινθον καθὼς σᾶς ἦτον γνωστόν, καὶ τὴν προχθὲς Πέμπτην εἰς τὰς τέσσαρες ἡ ὥρα, ἐὰν δὲν ἤθελε προφθάση εἴδισις βέβαια μέσα εἰς τὸ σπήτι ἤθελε μᾶς κατασφάξουν οἱ ἐχθροί. Καὶ δὲν λυποῦμαι ἄλο ὁποῦ ἔχασα εἰμὴ τὸν ντζέπχανέ, ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεὸς ὁποῦ ἐγλήτωσα τὴν ζωήν μου καὶ τοῦ παιδιοῦ μου. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιώτας κατεσφάγησαν εἰς τὰ Ντερβένηα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἄλλοι ἀπόθαναν ἀπὸ λωβάκωμα. Ἰδού ἡ συνδρομὴ ἀδελφικὴ πόσα ἔκαμε καὶ ἐπήραμε εἰς τὴν ψυχὴν μας τόσας ἀθώους ψυχάς. Ἐγώ τὴν Κυριακὴν μ’ ὅσους στρατιώτας κουτζούς, στραβοὺς ἠμπόρεσα καὶ έπήρα, καὶ χθές ἅμα πρωὴ ἦλθα ἐδώ εἰς τοῦ Σούλη, εἰς τὰς τρεῖς ἡ ὥρα. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Βάλτζας ἐφάνησαν ὑπέρ τοὺς ἐβδομήντα Ἀτηλήδες και ἔρχωντο κατεπάνω μας. Ἔπιασαν αμέσως οἱ ἐδικοί μας τ’ ἀναγκαῖα μέρη τοὺς ἐκτήπησαν καὶ τοὺς ἐδίωξαν κατεβένωντας εἰς τὸν κάμπον, λαβόνοντας ἕναν και πέρνωντας καὶ ἕνα ἄλογον. Τὴν ἰδίαν ἡμέραν κατὰ τὸ μέρος τοῦ Λόπεσι οἱ Ντουσιαήται καὶ μερικοὶ Γκουριώται βλέπωντας ὅτι ἦτον μερικοὶ Ἀτηλήδες ὅρμισαν, ἐσκότωσαν πέντε ἔπιασαν καὶ ἕναν ζωντανόν, ἐπῆραν καὶ ὁκτώ ἄλογα. Μοῦ εἴφεραν τὸν ζωντανὸν ἐδώ καὶ τὸν ἐξέταζα, καὶ μοῦ εἶπεν ὅτι εἶναι τρεῖς πασιάδες οὗτζ τουηλοῦ καὶ ἕνας μὲ δύο τούγια καὶ ἄλοι ἀξιωματικοί. Οἱ πασιάδες ὀνομάζωνται Μαχμούτ πασιάς, Χασάν πασιὰς και Μώραλη Ἀλὴ πασιὰς καὶ Τζάρκατζη Ἀλὴ πασιάς. Τὸ στράτευμα εἶναι ὑπέρ τὰς εἴκοσι χιλιάδας, εἰς αὐτὸ εἶναι τὸ πεζικὸν ἕως ἑπτὰ χιλιάδες, ζῶα πολυάριθμα, γκαμίλια ἐξακόσια, χασνέδες καὶ ἐφώδια πολεμικὰ ἀρκετά, πλὴν ἀπὸ ζαερέδες ὑστεροῦνται. Ὁ Χουρσὶτ πασιὰς ἕως τὴν Ἀλαμάνα τοὺς ἤφερεν καὶ τοὺς ἐσυνεύγαλεν εἰς τὸν δρόμον, τουφέκι δὲν | ἀπάντησαν πουθενά. Τζάκρατζη Ἀλὴ πασιὰς ἀμέσως έπῆγεν εἰς τὸ Ἀνάπλι. Πού τώρα εὐρίσκεται δὲν ἠξεύρωμεν. Τὴν Βώχαν τὴν ἐκυρίευσαν καὶ τώρα τὴν ἐκατάκαυσαν ἕως τὸ Θαλερόν, πέρνωντας καὶ ὅσα γενήματα ηὔραν. Ὅθεν ποῖος ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀποτωλμεῖ νὰ κατεύβῃ κάτω ὁποῦ τοὺς κατασφάζῃ ἡ καβαλαρία. Μὲ γράφετε νὰ βαστήξω καλὰ τὸν τόπον ἐδώ. Μὰ μὲ τὶ ἐφώδια πολεμικά. Εἰς τέσσαρας ἡμέρας ὁποῦ ἔστειλα εἰς Τριπολιτζὰ εἰς τὴν Γερουσίαν καὶ εἰς τὴν Διοίκησιν μὲ ζῶα νὰ μὲ προφθάσουν ντζέμπχανέ, καὶ οὔτε φωνὴν καὶ οὔτε ἀκρόασιν ἕως τὴν σύμερον. Πῶς λοιπὸν ἐγώ νὰ ἠκονομίσω στρατιῶτας. Μάρτυρα σᾱς βάνω τὸν Θεόν. Ἄλοι ἀπὸ πέντε φουσέκια ἔχουν καὶ ἄλοι ἀπὸ δύο, καὶ ἄλοι ὥς ὁποῦ τὰ ἔχουν γεμάτα καὶ ἄλοι δι’ ὅλου. Ὅθεν ἐὰν δὲν προφθάσουν καὶ σύμερον ἕως τὸ μεσυμέρι, ὅλοι θέλουν λυποτακτήσουν. Ἐγώ τὸ χρέος μου καὶ μ’ ὅλον ὁποῦ εἶμαι ἀμαθὴς τὸ ἔκαμα καὶ τὸ κάνω, καὶ ἂς ὄψωνται ὅσοι εἶναι αἴτιοι καὶ δὲν φροντίζουν νὰ προφθάσουν τὰ ἀναγκαῖα πολλεμικά. Οἱ ζαερέδες δυσκολοοικονόμιτοι ὅτι εἰς τὰ βουνὰ ἀκώμι τα γενήματα εἶναι ἄθερα. Πῶς θὰ τὰ οικονομίσωμαι ἀπορρῶ. Εγώ, ἔχω, ἀδελφὲ ζῆλον και πατριοτισμόν, μὰ μόνος ἕνας τί θὰ κάμω. Ἐὰν δὲν σιντρέξωμαι κοινῶς ὅλοι εἰς τούτην τὴν δυνὴν περίστασιν ἐξάπαντως κυριέβεται ὅλη ἡ Πελωπόνισως καὶ κατεσφαζώμεθα χεῖρον τῶν Χίων. Σύμερον ἐπλησίασαν τὰ ἐχθρικὰ καράβια εἰς τὸ Καραβωστάσι, τοὺς ἔριξαν ἀπὸ τὸ ὀρδὴ τρία τώπια και ἀμέσως τὰ καράβια ἀνταποκρίθηκαν. Χθές τὸ ἐσπέρας εἰς ὅλην τὴν Βῶχαν καὶ εἰς το στρατόπαιδον ἦτον γεμάτο φωτιαῖς. Αὐτὰ τὰ ἕως σὐμερον. Γεναιώτατε, διὰ ἀγάπην Θεοῦ πιάσεται τὰ ἀναγκαῖα μέρει καὶ ἄς προφθάσῃ και ὁ γενέως καπετᾶν Θεοδωράκης, ὁπού μὲ τὴν φρόνισίν του εἷσος ἀπαντήσωμεν τὴν ὀρμὴν τοῦ ἐχθροῦ. Εἰδὲ ἀλήμονον εἰς ἡμᾶς. Μὲ τὰ κορινθιακὰ μόνον στρατεύματα θὰ ἀντισταθοῦμεν τοῦ ἐχθροῦ; Ποτὲ μὴ γένητο. Ἐὰν σύμερον, ὁ Θεὸς μὴν τὸ δώσει, και ὀρμήσουν οἱ ἐχθροὶ δυσκόλως θὰ τοὺς ἀπαντήσωμεν, ἐὰν δὲν προφθάσουν τὰ φουσέκια. Συγχωράτε μας ἀδελφοὶ καὶ θεόθεν ὑγιαίνεται.
Τῇ 11: Ἰουλίου: 1822: Σούλη
Ὁ ἀδελφός σας
Σωτήριος Π: Νοταρὰς
[πλαγίως, ἄλλο χέρι:]
Γράψετέ μου τὶ εἰδήσεις ἔχετε, καὶ ποῦ εὑρίσκιετε ἐδιέ+…+σε πρὸς τὸ Ἀνάπλι καὶ τὸ Ἄργος. Τὰ γράμματά μου ὁποὺ τοὺς γράφω καὶ πρὸς τὴν Διοίκησιν καὶ Γιερουσίαν ὡς χαρτὶ ἄγραφο τὰ στοχαζοντε καὶ ἠπορουνε.
Ὁ υἱός μου Ἰωάννης σᾶς ἀσπάζετε. Τὸν κὺρ Ἀναγνώστη Ἰαννακόπουλον ἀσπάζομαι.
+…+ ὁ κόσμος, ἀδελφοἰ, ὅλοι ὅσοι ἔχουν καλὰ ἅρματα ἔπιασαν τὰ βουνὰ καὶ ποὺ κερὸς νὰ τοὺς κινηγήσο.
[Ἐπιγραφὴ διεύθυνσης:]
Τῷ γεναιωτάτῳ κυρίῳ καπετᾶν Δημητράκη Μπλαμπλούτα ἀντιπροσώπῳ τοῦ Γενικ. Ἀρχηγού, πανευτυχῶς ὅθεν εὑρίσκεται.
[ἀντιστρόφως:]
611: Νοταρὰς 1822
|