|
Κείμενο
|
|
Προσωρινὴ Διοίκησις τῆς Ἑλλάδος
Ὁ Μινίστρος τῆς Θρησκείας
Πρὸς ἅπαντας τοὺς εὐλογημένους χριστιανοὺς τοὺς κατοικοῦντας ἐν Πελοποννήσῳ.
Ἕως εἰς τὴν παροῦσαν στιγμὴν καθένας ἠμποροῦσε νὰ ἐπαινέσῃ τὴν ἀνδρείαν σας καὶ νὰ σᾶς ὀνομάσῃ ἀπογόνους ἤ Σπαρτιατῶν ἤ Ἀρκάδων ἤ τῶν λοιπῶν Ἑλλήνων. Ἀπὸ τώρα ὅμως καὶ εἰς τὸ ἑξῆς κάθε εὐαίσθητος ἄνθρωπος θέλει μοιρολογεῖ καὶ θρηνεῖ ἀπαρηγορήτως διὰ τὴν δυστυχίαν ὁποῦ σᾶς προσμένει.
Πελοποννήσιοι! ἐστάθητε ἀμελεῖς καὶ νωθροί. Πελοποννήσιοι! ἐπροδόσατε τὰς στιγμὰς τῆς ἐλευθερίας σας. Ἐχάσατε ἐκεῖνον τὸν χρυσοῦν καιρόν, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς εἶχε προωρισμένον διὰ τὴν δόξαν σας. Κανείς εἰς τὸ ἑξῆς μήτε σᾶς, μήτε τοὺς ἀπογόνους σας δὲν θέλει ὀνομάσει Ἕλληνας, ἀλλὰ ἀσύμφωνα, παρήκοα καὶ πονηρὰ ἀνδράποδα, ἔχθιστα εἰς Θεὸν καὶ ἀνθρώπους, μισητὰ καὶ ἀποτρόπαια μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Τοιαῦτα ὀνόματα, τοιαῦτα ἐπίθετα, τοιαῦτα ἐπίχειρα θέλετε ἀπολαύσει ὅσοι ζήσετε εἰς τὸ ἑξῆς διὰ νὰ γεννήσετε τέκνα δυστυχίας καὶ ἀπωλείας. Τὶ προσμένετε ἄνθρωποι δυστυχεῖς; Τὶ ἐλπίζετε ἄθλιοι; Ποῖος πονηρὸς δαίμων ἐνεφώλευσεν εἰς τὴν ψυχήν σας; Ἐλπίζεις νὰ χαρῇς μὲ τοιοῦτον νοῦν, μὲ τοιαύτην παρακοήν, μὲ τόσην ἀσυμφωνίαν, μὲ τόσα πάθη; Ἐλπίζεις νὰ χαρῇς ἐλευθερίαν καὶ νὰ κερδίσῃς τὸ πρᾶγμα ὁποῦ φαντάζεσαι νὰ ἀποκτήσῃς;
Πελοποννήσιοι! Σᾶς λέγω ὅλην τὴν ἀλήθειαν ὡς ἐκκλησιαστικὸς καὶ ἄνθρωπος ὅστις διψῶ τὴν ἐλευθερίαν σας καὶ θρηνῶ διὰ τὰ ἐλαττωματά σας. Ἂν δὲν σωφρονισθῆτε καὶ τώρα, καὶ ὅλοι ὡς λέοντες δὲν ὁρμήσητε σύμφωνοι, ἀγαπημένοι καὶ μὲ ἀπὸφασιν σταθεράν, ἠξεύρετε ὅτι δὲν ἔχετε ζωήν, καὶ τὸ κρίμα ἔστω εἰς τὸν λαιμὸν σας; ἐπειδὴ τὰ μέλη τῆς Ὑπερτάτης Διοικήσεως, τὰ μέλη τῶν Γερουσιαστῶν πολλάκις σᾶς ἐσυμβούλευσαν τὰ συμφέροντά σας καὶ σεῖς ἀκολουθήσατε ὀπίσω τῆς φαντασίας σας. Οἱ καπετάνιοί σας πολλάκις σᾶς συνήθροισαν εἰς πόλεμον καὶ σεῖς ἐλιποτακτήσατε, δὲν ἠθελήσατε ν΄ ἀπαντήσετε τὸν ἐχθρόν, ὁποῦ βέβαια ἠθέλατε κάμει κέρδη ἀνάλογα τῆς προθυμίας σας. |
Οἱ ἄρχοντές σας Πελοποννήσιοι ἐγνώρισαν καὶ σᾶς ἐσυμβούλευσαν, ὅτι χωρίς τὸ χρηματικὸν ἡ Ἑλλὰς κινδυνεύει. Σεῖς ὅμως δὲν ἐξέρχεσθε χωρίς μισθόν. Λοιπὸν ἂν καὶ εἰς αὐτὴν τὴν τελευταίαν συμβουλὴν ὅπου ἡ Πατρὶς διακηρύττει σήμερον διὰ τοῦ μινίστρου τῆς Θρησκείας, παρακούσετε, σεῖς ὄψεσθε. Μὴν ἐλπίζεσθε, ὄχι! Μὴν ἀπελπίζεσθε, ἔχετε ἀκόμη ὀλίγας στιγμὰς διὰ νὰ κερδίσετε. Ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῆς Πατρίδος, τόσον ἀρχιερεῖς ὅσον καὶ λαϊκοί, βουλευταὶ και γερουσιασταί, ὡς ἄλλοι Λεωνῖδαι ἀπεφάσισαν νὰ τρέξωσιν εἰς τὰς Θερμοπύλας. Ὅλοι εἶναι εἰς τὸ ποδάρι πλήρεις ἐνθουσιασμοῦ. Σᾶς προσμένουν, γενναῖοι Πελοποννήσιοι. Διατὶ δὲν προφτάνετε; Τρέξετε, ἐλᾶτε τούτην τὴν στιγμὴν ὅλοι ἔνοπλοι. Ὅσοι ἔχετε διπλᾶ <ὅπλα> δόσατε καὶ εἰς τὸν ἄλλον. Ἐνθουσιασθεῖτε ἀδελφοί, συμφωνήσετε, ἀποφασίσετε νὰ συναποθάνετε μαζὺ μὲ τὴν Διοίκησιν, τῆς ὁποίας τὰς συμβουλὰς ἕως τώρα δὲν ἠκούσατε.
Σπαρτιᾶται ἀδελφοί, ἂν ἦσθε ὄνομα καὶ πρᾶγμα Σπαρτιᾶται, ἂν ἦσθε χριστιανοὶ καὶ ἀγαπᾶτε τὸν Θεόν, ἂν θέλετε ν’ ἀπολαύσετε τὴν δόξαν ὁποὺ εἶχαν καὶ οἱ προγονοί σας, Σπαρτιᾶται, ἂν τέλος πάντων αἰσθάνεσθε τὸν κίνδυνον ὁποῦ κρέμαται εἰς ὅλους ἡμᾶς, μὴ χάνετε καιρόν, ἀφήσατε τὰ μετάξια καὶ σκωλήκια. Πάρετε καθὸ ἄνδρες τὰ ὅπλα, δράμετε ταχέως καὶ ἀδελφικῶς. Μάρτυς ὁ Θεός, ἀδιαφόρως σᾶς ὁμιλῶ, κινοῦμαι ἀπὸ ζέσιν ψυχῆς, καὶ τὸ χρέος μου ἐκπληρῶ. Μὴ ἀποβλέπετε εἰς ὅσα κατὰ παραχώρησιν θείαν καὶ ἐνέργειαν διαβόλου δύνανται νὰ σβύσουν τὸ ὄνομα καὶ τὸ μνημόσυνον τοῦ ἔθνους καὶ τῆς Σπάρτης. Ἀλλὰ καθώς ἄφησε τὰ ἴδια πάθη ὁ Θεμιστοκλῆς, οὕτω καὶ ἐσεῖς Πελοποννήσιοι καὶ Σπαρτιᾶται ἐνωθεῖτε καὶ σφικτὰ εἰς μίαν στιγμήν, ὁποῦ ἂν περάσῃ ματαίως, βέβαια περνᾶ μὲ ὅλαις ταῖς ἄλλαις διὰ πάντα. Ὄλοι ὡς εἶπα τρέξετε. Οἱ ἄρχοντες ὅλοι, τὸ ἱερατεῖον σᾶς προσμένει ἐπὶ ποδός. Λυπηθεῖτε τὸν ἑαυτόν σας, λυπηθεῖτε τὰ τέκνα σας, τὰς γυναῖ- | κας σας, αἱ ὁποῖαι, μὴ γένοιτο Θεὲ Βασιλεῦ, ἂν δὲν ἀκούσετε καὶ τώρα, μέλλουν μετ’ ὀλίγον νὰ γένουν θύματα ἐλεεινὰ μὲ ὅλους ἡμᾶς. Τέλος ἐνθυμηθεῖτε τὴν αἰώνιον κόλασιν ὁποῦ σᾶς προσμένει, ἐπειδὴ γίνεσθαι αἰτία διὰ νὰ ἀπολεσθῆ ἕνα ἔθνος τὸ πλέον περίφημον καὶ ὀνομαστὸν τῆς γῆς. Ὅθεν ἂν ἦσθε ξύλα, πέτρες, μὴν καταπεισθῆτε εἰς τοὺς λόγους μου. Ἂν δὲ ἔχετε ὅμως αἷμα τολμηρὸν ὁπού βράζει μέσα είς τὰς βλέφας [: φλέβας] σας τρέξετε ἀνδρεῖοι, τρέξετε. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας σᾶς προσμένει ἡ Βουλὴ καὶ ὁ κάμπος τοῦ πολέμου νὰ σᾶς δοξάσῃ.
Ὅσοι καταγίνεσθε εἰς ἐμπόριον, διατὶ δὲν πραγματεύεσθε τὴν σωτηρίαν σας; Ὅλα τὰ ἐργαστήρια, ἂν θέλετε νὰ τὰ ἔχετε διὰ πάντα, κλείσατε κατὰ τὸ παρόν. Μόνον τὰ ψωμοπολεῖα καὶ ὀλίγα μπακάλικα εἶναι ἀναγκαῖα εἰς τὰς πόλεις. Τὰ δὲ λοιπὰ εἶναι ἀσύμφορα, ἐπειδὴ μὲ τ’ ὀλίγον κέρδος ὁποῦ σᾶς δίδουν, σᾶς ἀπατοῦν διὰ νὰ σᾶς ῥίψουν εἰς τὴν ἀπώλειαν. Ὄθεν ὅποιος παρακούσῃ καὶ δὲν κλείσῃ τὸ ἐργαστήριόν του, μήτε λάβῃ τὰ ὅπλα, ὁ τοιοῦτος εἶναι ἐπικατάρατος ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Σαβαὼθ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι.
Λοιπόν, ἀδελφοί, ποιήσατε ὡς γράφω καὶ συμβουλεύω πατρικῶς ἐν πνεύματι ἀληθείας καὶ ἀγάπης πρὸς ὑμᾶς. Λάβετε τὰ ὅπλα, αὐτὰ μέλλουν νὰ σᾶς εὐτυχήσουν.
Τὴν ζ΄ Ἰουνίου αωκβ΄ ἐν Ἄργει
Ὁ Μινίστρος τῆς Θρησκείας
Ἀνδρούσης Ἰωσὴφ
Ὁ Γεν. Γραμματεὺς
Χρ. Μάλης
|