|
Κείμενο
|
|
Η ΓΕΡΟΥΣΊΑ ΤΗΣ ΕΛΛΆΔΟΣ
Αρ. 392
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
Ὅταν ἡ Γερουσία κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας τοῦ παρελθόντος Μαρτίου περιστρέψασα νοερῶς τὸ βλέμμα εἰς ὅλον τὸ Ἑλληνικὸν κράτος εἶδε τὰ πάντα ἐκτεθειμένα εἰς φθοράν, χύσιν ἐμφυλίων αἱμάτων, διαρπαγὴν οἰκογενειῶν, λεηλασίαν πόλεων, ἐν γένει τὸ πῦρ καὶ τὸν σίδηρον διασπείροντα τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον, καὶ τὴν ἀναρχίαν ἀσυστόλως πανταχοῦ θριαμβεύουσαν, τίποτε ἄλλο δέν ἐνομίσθη ἱκανὸν νὰ στήσῃ τὸν ἀκατάσχετον ροῦν τῆς βιαίας φορᾶς τῶν ἐξηγριωμένων παθῶν καὶ νὰ ἀναχαιτίσῃ τῆς λυσσώδους δοξομανίας καὶ ἐμμανοῦς αἰσχροκερδείας τὴν ἀχαλίνωτον οἰστρηλασίαν, ὅσον ἠδύνατο, εἰμὴ νὰ συστήσῃ μίαν ἀρχὴν νομοτελεστικήν, συμμορφουμένη μὲ τὰς βάσεις τοῦ ἀπὸ 7 Μαρτίου πρωτοκόλλου καὶ συγκεντρώνουσα τὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας ὅλων τῶν ἀρχηγῶν τῶν ταραχῶν εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ χωνευτήριον.
Ἤξευρεν, ὅτι ἀράχνια ὑφάσματα πλέκει, ὅταν συνέταττε τὸ ὑπ’ ἀρ. 337 ψήφισμα ἐπὶ τῷ μόνῳ σκοπῷ τοῦ νὰ θέσῃ φραγμὸν τινα, ἄν καὶ ἀσθενῆ, εἰς ἀναστολὴν τῶν κινημάτων τῆς φιλοδοξίας καὶ αἰσχροκερδείας, ἀλλ’ ὑπείκουσα εἰς τὴν φωνὴν τῶν ἱερῶν αὐτῆς καθηκόντων ἔπρεπε νὰ μεταχειρισθῇ καὶ τὸ ἔσχατον τοῦτο φάρμακον εἰς τὴν ψυχορραγοῦσαν πατρίδα, καὶ νὰ ἐκθέσῃ ὅσα ἡ ἐντὸς τοῦ καταστήματος τῶν συνεδριάσεων τῆς Γερουσίας, ἐπισειομένη μάχαιρα συνεχώρησε.
Ἀλλὰ δέν ἀπέρασαν πολλαὶ ἡμέραι, καὶ ἄνθρωποι τῶν ὁποίων ὁ μόνος σκοπὸς ἦτον τὸ νὰ ἀπευθύνωσι τὰς χεῖρας εἰς τὸ Ταμεῖον καὶ τὰ βλέμματα εἰς τὰς βαθμίδας τοῦ θρόνου τῆς ἀνωτάτης ἀρχῆς διέῤῥηξαν τὸ προσωπεῖον τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας τοῦ συντάγματος, καὶ διεμερίσθησαν τὰ μετὰ τοσούτων αἱμάτων χύσιν ἀποκτηθέντα παρ’ αὐτῶν ἐθνικὰ λάφυρα, καταπατοῦντες τοὺς νόμους, ἐξυβρίζοντες εἰς τὸ ἔθνος καὶ ἐξοστρακίζοντες τὴν συνείδησιν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ την ἐντροπὴν τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ πρόσωπον.
Ὁ ὅρκος, ὁ ἱερώτερος σύνδεσμος τῆς πολιτικῆς κοινωνίας, ὁ συνάπτων διὰ θείων ἀοράτων δεσμῶν τὸν ἄρχοντα μὲ τὸν ἀρχόμενον, δέν ἠθέλησαν νὰ προηγηθῇ τῶν πράξεών τους κατὰ τὸ εἰρημένον ψήφισμα, ἐπειδὴ εἶχον, φαίνεται, πρὸ καιροῦ μελετημένον νὰ τὸν καταπατήσωσιν.
Μὲ δεκατέσσαρας χιλιάδες διπλώματα στρατιωτικά, ἀποῤῥέοντα ἀενάως ἀπὸ τὴν ἀκένωτον πηγὴν τῆς ἐν Μεγάροις αὐταρχίας, καὶ καθιερούμενα μὲ τὴν γενναιόφρονα μεγαλοδωρίαν τῶν λοιπῶν πρωταγωνιστῶν, ἐξηπάτησαν ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους τὸν στρατιώτην διὰ νὰ τοῦ διευθύνωσι τὴν μάχαιραν εἰς τοῦ ἀδελφοῦ του τὰ στήθη, καὶ ἐκ τοῦ ἐτέρου ἐπεφόρτισαν τὸ Ἐθνικὸν Ταμεῖον μὲ τόσα βάρη, ὥστε θέλει καταντήσει καὶ αὐτὴ ἡ Ἀντιβασιλεία νὰ μείνῃ ἔκθαμβος εἰς τῶν τοσούτων περιπλοκῶν τὸν ἀδιεξίτητον λαβύρινθον.
Εὑρέθησαν μέρος προσόδων πωλημέναι εἰς ἐκείνην τὴν ἐποχὴν καὶ ὁ Γραμματεὺς τῆς Οἰκονομίας ἰδών τὸν κύκλον, εἰς τὸν ὁποῖον περιεστρέφοντο αἱ δυνάμεις του, ὄχι ἀνάλογον τῶν ἐπιθυμιῶν του, ἐπρόβαλε τὸ σχέδιον τῆς μεταπωλήσεως καὶ τὸ ἐνηγκαλίσθη ἀσμένως ἡ Δ. Ἐπιτροπή· ἡ Γερουσία διὰ νὰ ἀναιρέσῃ τὴν πρόφασιν τῆς ἀνόμου πωλήσεως ἔδωκε γνώμην νὰ γένωσι μεταπωλήσεις, ὅπου ὁ νόμος καὶ οἱ τύποι δέν ἐφυλάχθησαν ὡς ἐπρόβαλαν. Ὅσον βαθέα καὶ ἀγχίνοα ἦτον τὰ σοφίσματα τοῦ Γραμματέως διὰ τὴν κατάργησιν τῆς προτητερινῆς πωλήσεως, τίποτε δέν ἐκατόρθωνεν ὡς πρὸς τὸν μελετώμενον σκοπόν, ἐάν δέν παρελάμβανε συμβοηθὸν καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Γρίβα, ὅστις μετακληθείς ἐπὶ τούτῳ εἰς Ναύπλιον μὲ τριακοσίους στρατιώτας, ἔδωκεν ὁριστικὴν ψῆφον εἰς τὸ σχέδιον τῆς μεταπωλήσεως. Ὁποῖαι παρανομίαι ἔγειναν εἰς τὴν νέαν δημοπρασίαν, ὅθεν ἀφαίρεσαν καὶ τὴν ὑπὸ τοῦ κανονισμοῦ διοριζομένην παρουσίαν ἑνὸς γερουσιαστοῦ καὶ ἑνὸς μέλους τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συμβουλίου, πόσαι μυστικαὶ συμφωνίαι καὶ ἰδιαίτερα συμφέροντα ἐμηχανουργήθησαν, ὁ καιρὸς θέλει τὸ ἀνακαλύψει, ἀρκεῖ μόνον νὰ μὴ γένουν ἀφανῆ, ὡς καὶ εἰς ἄλλην ἐποχήν, τὰ κατάστιχα. Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ λοιπὸν κατεχωνεύθησαν ὅλαι αἱ πρόσοδοι τοῦ Κράτους, τῶν ὁποίων ἡ ποσότης ἀναβαίνουσα εἰς 15 ἑκατομύρια, ἠδύνατο καὶ τοῦ στρατιωτικοῦ καὶ ναυτικοῦ τὰς ἀνάγκας ἀφθόνως νὰ θεραπεύσῃ, καὶ τὸν λαὸν τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀφήσῃ ἀνεπηρέαστον. Ἀλλὰ διὰ νὰ ἐμπλήσωσι τὴν ἀκόρεστον πλεονεξίαν των, διεμερίσθησαν τὰς προσόδους τῶν ἐπαρχιῶν χωρίς κάν νὰ ἀποζημιώσωσι τοὺς πρώτους ἀγοραστάς, μ’ ὅλον ὅτι ἦτον δίκαιον, καὶ περιείχετο εἰς τὸ ψήφισμα, καὶ ἄφησαν τοὺς στρατιώτας ὅλους σχεδὸν νὰ τρέφωνται τόσους μῆνας καὶ νὰ πληρώνωνται μὲ ἀλλεπαλλήλους ἐράνους ἀπὸ τοὺς δυστυχεῖς κατοίκους τῆς Ἑλλάδος μέχρι σήμερον.
Ὁ Γραμματεὺς τῆς Οἰκονομίας ἐπρόβαλε νὰ ἐμποδισθῇ ἡ κατὰ τὸ ὑπ’ ἀρ. 385 ψήφισμα διορισμένη κυκλοφορία τῶν χαρτονομισμάτων καὶ νὰ περιορισθῇ εἰς μόνας τὰς πληρωμὰς τῆς δευτέρας καὶ τρίτης δόσεως τῶν προσόδων, ἕως ὅτου νὰ συναχθῶσιν ὅλα εἰς τὸ Ταμεῖον, ὅθεν νὰ μὴν δίδωνται πλέον εἰς πληρωμάς· ἐνηγκαλίσθη τὸ πρόβλημα ἡ Δ.Ε. καὶ τὸ ἐδέχθη καὶ ἡ Γερουσία μ’ ὅλον ὁποῦ ἔκαμε παρατηρήσεις, ὅτι προσέβαλλε τὴν δημοσίαν πίστιν τὸ σχέδιον τοῦτο, καὶ ἠμποροῦσε νὰ φέρῃ μᾶλλον ζημίαν εἰς τὸ ἐθνικὸν Ταμεῖον παρὰ ὠφέλειαν· ἐκτὸς λοιπὸν τοσούτων ἄλλων παρανομιῶν, γενομένων εἰς τὰ συναλλάγματα, ἐδόθησαν ἐσχάτως εἰς πληρωμὰς ἐναντίον τῶν ψηφισθέντων, πρᾶγμα παράνομον καὶ τὸ ἐπιβλαβέστερον διὰ τὸ ἐθνικὸν Ταμεῖον, ἐδόθησαν μὲ τὸ ἥμισυ τῆς τιμῆς.
Οἱ πόροι τῶν τελωνιακῶν εἰσοδημάτων τοῦ κράτους διωρίσθησαν διὰ νὰ θεραπεύσωσι τὸν κλάδον τῶν ἀποζημιώσεων, πλῆθος λογαριασμῶν, προϊόντα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τῆς πολυγόνου τῶν Μεγάρων αὐθαιρέτου ἐξουσίας, ἀθεώρητοι καὶ ἀνεξέταστοι ἀπὸ τὸ ἐλεγκτικὸν συμβούλιον, ἐπεκυρώθησαν ἀνόμως καὶ ὁ σημαντικὸς αὐτὸς πόρος τοῦ κράτους περιωρίσθη εἰς τὸ νὰ χρησιμεύσῃ εἰς πληρωμὴν τοιούτων ἰδανικῶν καὶ ἀνυπάρκτων χρεῶν, ἐν ὧ πολλοὶ τοῦ ναυτικοῦ ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται μένουν ἀπλήρωτοι, καθώς καὶ τόσοι ἄλλοι ὑπάλληλοι.
Αἱ τοιαῦται καταχρήσεις διαδιδόμεναι ἀπὸ στόμα εἰς στόμα, διεσπάρησαν εἰς ὅλον τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος καὶ ἄρχησαν νὰ μιμῶνται πανταχοῦ τῆς ἀνωτάτης ἀρχῆς καὶ τῶν ὑπουργῶν τὸ παράδειγμα. Διεμερίσθη λοιπὸν εἰς διαφόρους ὀχετοὺς ἡ πηγὴ τῶν εἰσοδημάτων τοῦ Κράτους καὶ ἔμειναν πολλὰ ὀλίγαι ἐπαρχίαι ὑποκείμεναι εἰς τὴν Δ.Ε. καὶ κυριωτέρως τὸ Ναύπλιον, ἡ δυστυχής καθέδρα, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ χορτάσῃ πολλῶν ἀκόμη πεινώντων στόμαχον.
Τὰ ἐρείπια ἦτον τὸ πρῶτον βῆμα εἰς τὴν ἐκποίησιν τῶν ἐθνικῶν κτημάτων, τὸ ὁποῖον ἄν καὶ ἐγίνετο χωρίς διατήρησιν τινος τύπου ἀπὸ τοὺς περιεχομένους εἰς τὸ ψήφισμα, τουλάχιστον ἐστηρίζετο εἰς μίαν βάσιν ἡ γενικὴ ἰδέα τῆς ἐκποιήσεως· ἀλλ’ ἀπὸ τὰ ἐρείπια μετέβησαν ἀνόμως εἰς τὰ ἐθνικὰ καταστήματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐπροίκισαν μερικούς, καταίβησαν εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἐπροχώρησαν καὶ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ συνέκλεισαν καὶ τὸν λιμένα διὰ τὸ ἄνοιγμα τοῦ ὁποίου ἤθελε δαπανήσει μεγάλας ποσότητας χρημάτων μία ἔμφρων κυβέρνησις· καὶ ἀφ’ οὗ τὰ ἐτελείωσαν ὅλα, τίς ἠξεύρει, μέχρι τῆς ἀφίξεως τῆς Ἀντιβασιλείας, ἄν δέν πωλήσουν καὶ τὸ παλάτι, τὴν ἕδραν τῆς Νομοτελεστικῆς ἀρχῆς καὶ τὸ φρούριον τοῦ Ναυπλίου ὁλόκληρον.
Ἀποσιωπῶ τὰ κανόνια, ὅσα ἠδυνήθησαν νὰ λάβωσιν ἀπὸ τὰ διάφορα φρούρια καὶ πλοῖα, τὰ πολεμοφόδια, τὴν ναυπηγήσιμον ὕλην, ὅλην τὴν ἀποσκευὴν τοῦ ἐν Πόρω ναυστάθμου, τὴν τζόχαν ἥτις ἠγοράσθη διὰ στρατιωτικὰ ἐνδύματα, πλῆθος ὕλης οἰκοδομικῆς συναθροισμένης εἰς Ναύπλιον, πολλὰ ὅπλα καὶ ἐργαλεῖα ἀπὸ τὸ μηχανουργεῖον καὶ ἔπιπλα τοῦ στρατιωτικοῦ, καὶ τὶ νὰ πρωτομνημονεύσῃ κἀνείς, ἵσως καὶ τὰ ἱερὰ καταστήματα δέν ἤθελε σεβασθῶσιν φθάνει μόνον ἀγορασταὶ νὰ ἐπαρουσιάζοντο.
Ὅλος ὁ κόσμος γνωρίζει, ὅτι τὸ κατάστημα τῆς Ἐθν. Χρηματιστικῆς Τραπέζης δέν ὑποχρεοῦται, εἰμὴ μὲ μετρητὰ ἤ ἄλλην ὕλην ἀντίτιμον, ποτὲ ὅμως χρέη εὐρωτιῶντα καὶ ἀκαθάριστα δέν κατετάχθησαν εἰς τὸν κατάλογον αὐτοῦ τοῦ τῶν ἁγνῶν χρεῶν καταστήματος, ἀλλ’ ἔπρεπε νὰ συνεισφέρῃ καὶ αὐτὸ τὸν ἔρανὸν του, καὶ νὰ δεχθῇ εἰς τοὺς κόλπους του ὅσα ἀπὸ τὰ παλαιὰ κατάστιχα τοῦ 1821 καὶ ἕως τοῦ 1827 ἔτους δέν ἐπληρώθησαν ἤδη ἀπὸ προσόδους, τελώνια, ἐρείπια καὶ ἄλλα ἐθνικὰ εἰσοδήματα· πράγμα ὁποῦ προσβάλει καιρίως τὴν δημόσιαν πίστιν, ἐπειδὴ συγκαταριθμοῦνται μὲ χρέη ἁγνὰ τὰ παλαιὰ καὶ ἀνεξέταστα τοῦ ἑνὸς καὶ ἄλλου σαπήματα.
Ἀφ’ οὗ ἀπερρόφησαν τελευταῖον ὅλους τοὺς πόρους τοῦ κράτους, καὶ δέν ἔμεινε τίποτε νὰ πωλήσουν, ἔστρεψαν τὸ βλέμμα των εἰς τὴν ὑποθήκην, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπέβαλλον ὅσα κτήματα δέν ἦτον εἰς χείρας των νὰ ἐκποιήσωσι καὶ τίς ἠξεύρει ἕως ποῦ ἐξετάνθησαν αἱ ὑποθῆκαι αὕται, καὶ μὲ πόσον χρέος ἐπεφόρτισαν τὸ Ἐθνικὸν Ταμεῖον δι’ αὐτῶν.
Ἀλλ’ ὕστερον ἀπὸ τόσων εἰσοδημάτων τοῦ Ταμείου διασπάθησιν καὶ τόσων Ἐθν. κτημάτων ἐκποίησιν ἐθεραπεύθησαν ἄραγε αἱ ἀνάγκαι τοῦ Κράτους; Ἐπληρώθησαν οἱ στρατιῶται διὰ νὰ μὴν βαρύνωσιν τὸν λαόν; Ἐπληρώθη τὸ Ναυτικὸν διὰ νὰ συστείλῃ τὴν ἐπιπολάζουσαν εἰς ὅλον τὸ Αἰγαῖον πέλαγος πειρατείαν; Ἐπληρώθη τὸ | Τακτικὸν τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς ἐσχάτην ἔνδειαν καὶ κινδυνεύει τῆς πείνας; Ἀπεζημιώθησαν οἱ πρῶτοι ἀγορασταὶ τῶν προσόδων; Ἐπληρώθησαν τὰ μετρητὰ δάνεια τοῦ Ταμείου διὰ νὰ φυλαχθῇ ἡ δημοσία πίστις; Ἐπληρώθησαν οἱ μισθοὶ τῶν ὑπαλλήλων τῆς κυβερνήσεως καὶ κυριωτέρως τῶν διδασκάλων καὶ τῶν ἐπιστατῶν τῶν φιλανθρωπικῶν καταστημάτων διὰ νὰ μὴ πωλοῦν τὰ βιβλία τῆς Ἐθν. βιβλιοθήκης; Τίποτε δέν ἔγεινεν ἀπὸ αὐτά, ἀλλ’ ἐν τοσούτοι πολυδάπανοι οἰκοδομαί, πολυτελῆ δεῖπνα καὶ λαμπρὰ ἔπιπλα θεραπεύουν τὴν πολυχρόνιον πεῖναν τῶν μελῶν τῆς Δ. Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν ὑπουργῶν.
Δέν ἠρκέσθησαν μὲ ὅλα ὅσα ἐξετέθησαν ἀνωτέρω, ἀλλ’ ἀπεφάσισαν νὰ καταπατήσουν καὶ τὸν συνταγματικὸν περὶ ἀπαγορεύσεως φόρων νόμον, καὶ τὸ ψήφισμα τῆς ἐν Ἄργει Ἐθν. Συνελεύσεως, καὶ καθυπέβαλον εἰς αὐθαίρετον φορολογίαν τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως Ναυπλίου, συναζομένην μὲ βίαν στρατιωτικήν, ἐνῶ διεμερίζοντο αὐτοὶ συναλλήλως τὰ ἐθνικὰ χρήματα καὶ κτήματα καὶ τὸ χειρότερον, ἐλάμβανον ἀπὸ τὸν συναγόμενον φόρον καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μερίδιον· ἡ πρᾶξις αὕτη ἐνεθάρρυνε καὶ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ εἰς Σύραν στολίσκου να φορολογῇ τὴν νῆσον τῆς Σύρας καὶ ἄλλας τινὰς καὶ πολλοὺς στρατιωτικοὺς νὰ μιμηθῶσι τὸ ὀλέθριον τοῦτο παράδειγμα.
Εἷναι γνωστὸν εἰς ὅλον τὸ Ἔθνος ὅτι διαφορὰ περὶ ἐθνικῶν κτημάτων δέν θεωρεῖται πρὸς τὸ παρὸν καὶ εἰς τὸ ψήφισμα τὸ περιέχον τὰς ὁδηγίας τῆς Δ. Ἐπιτροπῆς ἀπαγορεύεται ρητῶς ἡ ἐνέργεια τοῦ ἄρθρου ἐκείνου τοῦ ψηφίσματος, καὶ μ’ ὅλον τοῦτο ὁ Γραμματεὺς τῆς Οἰκονομίας ἐμόρφωσεν ὀργανισμὸν ἐπιτροπῆς, ἥτις προικισμένη μὲ καθήκοντα δοθέντα παρὰ τοῦ ἰδίου καὶ ἐπικυρωθέντα παρὰ τῆς Δ. Ἐπιτροπῆς ἔπρεπε νὰ κρίνῃ τὰς περὶ τῶν ἐθνικῶν κτημάτων διαφοράς, χωρίς οὔτε κάν νὰ ζητήσῃ τῆς Γερουσίας τὴν συγκατάθεσιν.
Ἡ Γερουσία κατὰ τὸ β΄ ἄρθρον τοῦ ψηφίσματός της περιέμενε νὰ παρουσιάσῃ ὁ Γραμματεὺς τῆς Οἰκονομίας τὴν ἐνεστῶσαν κατάστασιν τοῦ Ταμείου, νὰ δώσῃ τὸν κατάλογον τῶν μέχρι τέλους τοῦ τελευταίου Μαρτίου ὀφειλομένων χρεῶν καὶ τὸν ὑποθετικὸν λογαριασμὸν διὰ μίαν τριμηνίαν· ἀλλὰ παρῆλθε καὶ μία τριμηνία καὶ ἄλλαι καὶ ὁ λογαριασμὸς οὔτε ἐπαρουσιάσθη οὔτε παρουσιάζεται.
Ἀλλὰ τοιαῦται πράξεις ἔπρεπε νὰ καθιερωθῶσι καὶ ἀπὸ μίαν ἀρχήν, διὰ νὰ ἔχωσι τὸ στίλβωμα τῆς νομιμότητος καὶ τὸ Ἐλεγκτικὸν Συμβούλιον δέν ἦτον καλὰ διατεθειμένον νὰ ἐγκρίνῃ τοιούτους λογαριασμούς· διὰ τοῦτο ἔπρεπε νὰ καταργηθῇ καὶ νὰ ἀντεισαχθῶσιν ἄλλα μέλη συντελεστικώτερα είς τὴν έκπλήρωσιν τοιούτων σκοπῶν.
Εἰς τὰ ἔσχατα διὰ νὰ παραλυθῇ κάθε χαλινὸς πειθαρχίας, καὶ νὰ μείνῃ ὁ πολίτης ἔρημος πάσης προστασίας καὶ σκέπης νόμου ἀπεφάσισαν νὰ καταργήσουν ὁλοτελῶς τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν, καὶ νὰ μὴ μείνῃ καταφύγιον, ὅπου νὰ δύναται ὁ πολίτης νὰ ἀναφέρῃ τὰς ἀδικίας τὰς ὁποίας καθ’ ἑκάστην ὑπέφερε.
Τέλος πάντων κατήντησαν την Πατρίδα εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε καὶ ἄν δέν ἔγιναν αἱ πράξεις αὐταὶ ἐπὶ σκοπῷ τοῦ νὰ ματαιώσωσι τὴν μέλλουσαν σταθεράν εὐδαιμονίαν τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὑπερβολὴ τῶν δυστυχιῶν, τῶν καταχρήσεων, τῶν ἀνομιῶν καὶ τῶν ἀταξιῶν εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε θέλει καλύψει μὲ πυκνὰ νέφη τὸ λαμπρὸν μέλλον τῆς καταστάσεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Ἕβλεπε μὲ ἀνέκφραστον θλίψιν ἡ Γερουσία τὰς ἀλεπαλλήλως καθ’ ἡμέραν γινομένας παρανομίας, ἀλλ’ ἐσυμβούλευε καὶ ἐπεριφρονεῖτο, ἐλάλει καὶ δέν ἠκούετο, ἐθεωρεῖτο μάλιστα μὲ ἐπίφθονον ὄμμα διὰ νὰ μὴν εἶναι μάρτυς τῶν εἰρημένων παρανομιῶν καὶ καταχρήσεων, καὶ νομιζομένη σωτηριώδης δι’ αὐτοὺς ἡ ὁλοτελής της ἐξόντωσις, ἐνεργεῖτο μὲ ἀνένδοτον ραδιουργίαν, καὶ ἐπίμονον δραστηριότητα. Αἱ βίαιαι πράξεις αἱ γινόμεναι εἰς μέλη τινὰ τοῦ σώματος, καὶ εἰς τὸν πρόεδρὸν του ἀφαίρεσαν ἀπὸ αὐτὸ πᾶσαν ἐλπίδα τοῦ νὰ δυνηθῇ νὰ ἐξηγήσῃ τὰ φρονήματά του, καὶ νὰ διακηρύξῃ τὰς παρανομίας αὐτῶν χωρὶς κίνδυνον· διὰ τοῦτο ἠναγκάσθη τελευταῖον νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν καθέδραν τῆς Κυβερνήσεως.
Ἤδη δὲ εὑρισκομένη εἰς ἀσφάλειαν ἡ Γερουσία, καὶ θέλουσα νὰ ἀπαλλαγῇ πάσης εὐθύνης, σπεύδει νὰ ἐκπληρώσῃ τὰ ἱερὰ πρὸς τὴν Πατρίδα χρέη της, δημοσιεύουσα τὸ ὑπ’ ἀρ. 391 ψήφισμα, διὰ τοῦ ὁποίου καταργοῦνται ὅλαι αἱ παράνομοι πράξεις τῆς Δ. Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν ὑπουργῶν καὶ καθυποβάλλονται εἰς εὐθύνην νὰ δώσωσι λόγον τὰ μέν μέλη τῆς Δ. Ε. ἐνώπιον τῆς ὅσον οὔπω περιμενομένης Ἀντιβασιλείας, οἱ δὲ ὑπουργοὶ ἐνώπιον τῆς Γερουσίας κατὰ τὸ ὑπ’ ἀρ. 337 ψήφισμα.
Ταῦτα διακηρύττουσα ἡ Γερουσία προσκαλεῖ καὶ αὖθις τοὺς Ἑλλ. λαοὺς νὰ φυλάττωσιν εἰρήνην καὶ ἡσυχίαν ἕκαστος εἰς τὴν πατρίδα του, νὰ παύσῃ κάθε ἐσωτερικὴ ταραχὴ καὶ διαίρεσις, ἡ ὁποία θέλει καταδικάσει ἀμφότερα τὰ διαφιλονεικοῦντα μέρη, ἐνώπιον τῆς Ἀντιβασιλείας, «βάλε τὴν μάχαιράν σου εἰς τὴν θήκην» πρέπει νὰ εἰπῶσιν οἱ ἀρχηγοὶ τῶν στρατιωτικῶν εἰς τοὺς στρατιώτας των καὶ νὰ μὴ βασανίζωσι πλέον τὸν λαὸν μὲ ὑπερόγκους ἀπαιτήσεις καὶ ἔξοδα. Γνωρίζει ἡ Γερουσία ὅτι αἱ ἄνω μνημονευθεῖσαι πράξεις θέλει σᾶς κινήσουν εἰς ἀγανάκτησιν, ἀλλὰ δέν εἶναι πλέον καιρὸς ἐκδικήσεως, ἵσως ἡ Γερουσία δέν ἤθελεν εἶναι μακράν ἀπὸ τὸ νὰ καταδιώξῃ πραγματικῶς τὴν ἀνομίαν, ἀλλ’ ἡ Αντιβασιλεία φθάνει, καὶ ἀπόκειται εἰς αὐτὴν νὰ βραβεύσῃ τοὺς ὑπερασπισθέντας τὴν εὐνομίαν καὶ τὴν εἰρήνην, καὶ νὰ δώσῃ τὴν ἀνήκουσαν ποινὴν εἰς τοὺς παρανομήσαντας.
Ἐν Ἄστρει τῇ 21 Νοεμβρ. 1832
Ὁ πρόεδρος Δ. Τζαμαδός
Ὁ γραμματεὺς Π. Βάρβογλους
(Τ.Σ.) Η ΓΕΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1821
[χειρόγραφη σημείωση:]
ἀντίτυπον
Ὁ Γραμ.
Παναγ. Βάρβογλ.
|