|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Αίγινα, 2 Νοεμβρίου 1827
Επιστολή του Νικόλαου Σπηλιάδη προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με την οποία παραπονείται γιατί δεν λαμβάνει απαντήσεις στα γράμματα του, αν και από το «δισύλλαβον» -ειρωνική διατύπωση, προφανώς λόγω της συντομίας του γράμματος- του Παναγιώτη Κοκκαλιάρη πληροφορήθηκε ότι ο Θεόδ. Κολοκοτρώνης έστειλε αποκρίσεις, και επομένως πιθανόν τα γράμματα έπεσαν σε χέρια άνομα, που συνηθίζουν να «ἀνοίγουν τ’ ἀλλότρια γράμματα». Προτείνει να διοριστεί έμπιστο πρόσωπο του Θεόδ. Κολοκοτρώνη, το οποίο δύο φορές τον μήνα θα πηγαινοέρχεται στην Αίγινα, για να μεταφέρει με ασφάλεια την αλληλογραφία. Τον ενημερώνει πως αναγνώστηκαν οι αναφορές του στη Βουλή με τις οποίες ζητούσε την αποστολή τροφίμων, αλλά επειδή ο Έυδεκ δεν είχε πια «οὔτε σπειρὶ γένημα», δεν θα ικανοποιηθεί το αίτημά του. Αποφασίστηκε η Αντικυβερνητική Επιτροπή να επικοινωνήσει με τον Βιάρο Καποδίστρια, προκειμένου να αποσταλούν στην Πελοπόννησο τα αναγκαία (βλ. και Χρ. Λούκος, Πρακτικά, σ. 181 και 187). Τον πληροφορεί πως έφτασε βοήθεια (άλευρα) από την Αμερική «διὰ τοὺς πτωχούς» (βλ. και σχετικό [1051]), από τα οποία ικανή ποσότητα δόθηκε στον Θεόδωρο Γρίβα και τους στρατιώτες του. Με αφορμή αυτό το συμβάν διατυπώνει πολύ επικριτικά σχόλια για τον Θεόδ. Γρίβα, για τον οποίο σημειώνει πως κάνει ό,τι μπορεί για να τιμωρηθεί, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο τόνος της επιστολής δείχνει έντονο εκνευρισμό του γράφοντος: «ἀφ’ οὗ ἔφαγα ὅλας τὰς βόμβας καὶ τὰ κανόνια τοῦ Παλαμιδίου, καὶ ἐκινδύνευσα νὰ σκοτωθῶ ἐντὸς τοῦ Βουλευτηρίου» (: αναφορά στη βόμβα που έπληξε το κτήριο του Βουλευτικού στις 2 Ιουλίου, βλ. Καλλιόπη Αμυγδάλου - Ηλ. Κολοβός, «Το πρώτο εν Ελλάδι Βουλευτήριον», σ. 76· βλ. και σχετικό [933]) και «δὲν λείπω νὰ ὑψῶνω τὴν φωνὴν ἐναντίον τῶν καταχρήσεων τοῦ Γρῦβα εἰς τὴν Βουλήν». Στη συνέχεια αναφέρεται στις πολιτικές αντιπαραθέσεις που αναδεικνύονται ενόψει της άφιξης του Ιωάννη Καποδίστρια, δηλώνει ότι οι Πελοποννήσιοι σκοπεύουν να φύγουν από την Αίγινα και πως σε αυτό συναινούν και οι «Μαυροκορδατισταί», οι οποίοι θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση (την Αντικυβερνητική Επιτροπή) και να αναμειχθεί πιο δραστήρια ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο Αλέξ. Μαυροκορδάτος. Αναφέρει πως δεν συμφώνησε, κατόπιν συνεννόησης με τον κόμητα (τον Ανδρέα Μεταξά), θεωρώντας πως είναι καλύτερο να παραμείνει ως έχει η κατάσταση, μέχρι να αφιχθεί ο Ιω. Καποδίστριας, ενώ παράλληλα τον ενημερώνει πως έγινε συμφωνία με τον Δεληγιάννη για την σύμπνοια όλων των Πελοποννησίων (βλ. σχετικό [1028]). Συνεχίζει με την αντιπαράθεσή του με τον Ανδριτσάνο Δήμο Κανελλόπουλο και σημειώνει: «ἐγὼ εἶμαι ἡ μάστιξ τοῦτου εἰς τὴν Βουλήν, καὶ δὲν τὸν ἄφησα ὡς τώρα νὰ εἰσαχθῇ» για να μην αδικηθεί ο αντίπαλός του ο Γεώργιος Αντωνόπουλος (για την επεισοδιακή εκλογή βουλευτή Φαναρίου το 1827 βλ. Σάκης Δημητριάδης, «Βουλή των Ελλήνων – Φαναρίου»). Επικροτεί την εκστρατεία της Χίου και την προσπάθεια του Cochrane να μην επιτρέψει στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους να κρατούν επαμφοτερίζουσα στάση μεταξύ Διοίκησης και Πύλης, αλλά και στις προσπάθειες για παύση των καταδρομών και της πειρατείας. Στο τέλος της παρούσης διατυπώνει με αισιόδοξο τρόπο την πρόβλεψη για την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς: «τώρα δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θ’ ἀποθάνω ἐκεῖ». Από τη μακρά αυτή επιστολή τμήμα της μόνον είχε δημοσιευτεί στα Υπομνήματα.
|
|
Κείμενο
|
|
Σεβαστὲ πατριῶτα!
Στερούμαι τῶν ποθητῶν μου γραμμάτων σας. Οὔτε ἀπόκρισίν σας ἔλαβον εἰς τὰ διὰ τοῦ κόμητος σταλέντα γράμματά μου· ἀλλ’ ἀπὸ τὸ δισύλλαβον τοῦ φίλου Κοκαλιάρου ὁποῦ ἔλαβον μὲ τὸν καπ. Πᾶνον, τὸν καὶ τὸ παρὸν ἐπιφέροντα, ἐσύναξα ὅτι μ’ ἀποκρίθητε, πλὴν ὡς φαίνεται τὸ γράμμα σας ἴσως ἔπεσεν εἰς χεῖρας ἀνόμους συνειθισμένας ν’ ἀνοίγουν τ’ ἀλλότρια γράμματα, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὰ ἔλαβον. Λοιπὸν πρὸς ἀποφυγὴν τῶν ἀνομημάτων τῆς τοιαύτης φύσεως, ἦτον συμφέρον καὶ φρόνιμον νὰ διορίσετε κἀνένα τῶν ἀνθρώπων σας νὰ πηγαινοέρχεται δύω φοραῖς τὸν μήναν διὰ νὰ φέρῃ καὶ νὰ λαμβάνῃ γράμματα. Καὶ τότε θέλει λαμβάνετε τακτικῶς κάθε πληροφορίαν ἀπὸ τὰ διοικητικὰ μας πράγματα. Κατ’ αὐτὰς ἀνεγνώσαμεν καὶ τρεῖς ἀναφορὰς σας εἰς τὴν Βουλήν, καὶ ἐστάλη ἀμέσως ἔγγραφον πρὸς τὴν Κυβέρνησιν, νὰ σᾶς προφθάσῃ τροφὰς καὶ πολεμεφόδια, ἀλλ’ ἐπειδή ὁ Ἐϊδὲκ δὲν ἔχει πλέον οὔτε σπειρὶ γένημα, καὶ ἐπειδή δὲν προσμένει πλέον ἄλλα ἀπὸ τὰς φιλελληνικὰς ἑταιρείας, αἱ ὁποῖαι γνωρίζουσι ὅτι αἱ τρεῖς συμμαχικαὶ δυνάμεις θὰ σώσουν τὴν Ἑλλάδα, δὲν θὰ μᾶς στείλουν ἐφεξῆς βοηθήματα ὡς πρότερον. Ἀπεφασίσθη νὰ γράψῃ ἡ Κυβέρνησις πρὸς τὸν κόμητα Βιάρον Καποδίστριαν, νὰ προμηθεύσῃ εἰς ἀναγκαῖα τῶν κατὰ Πελοπόννησον στρατοπέδων διὰ τοῦ ἀρχιστρατήγου, πρὸς τὸν ὁποῖον νὰ ἐμβάσῃ καὶ τὰ χρήματα τοῦ δανείου ὁποῦ θὰ κάμει μέχρι 50 χιλ. λιρῶν στερλίνων δυνάμει τοῦ γνωστοῦ σας ψηφίσματος τῆς Γ΄ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως, ἐξ ὧν εἶχεν ἤδη συνηγμένα μέχρι 25 χιλιάδες διστήλων. Περὶ τούτου σᾶς γράφει τὰ εἰκότα καὶ ἡ Κυβέρνησις, ὅθεν λείπεται νὰ συννενοηθῆτε μὲ τὸν ἀρχιστράτηγον καὶ νὰ γράψετε εἰς Κέρκυραν διὰ νὰ σᾶς προφθάσουν τὰ πρὸς πόλεμον ἐπιτήδεια. Ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴν ἔφθασεν αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἀλεύρων βοήθεια διὰ τοὺς πτωχούς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἐδόθησαν παρευθὺς πρὸς τὸν ἐξοχότατον στρατηγὸν Θ. Γρύβαν πρὸς ζωοτροφίαν τῶν ἐναρέτων συντρόφων του, ὅσοι ἐφύλαξαν τὸ ὑπερήφανον Παλαμίδι ἀπὸ τὰς ἐπιβουλὰς τῶν κακούργων Πελοποννησίων, 500 βαρέλια, ἐκ τῶν ὁποίων μόλις τὰ 100 διεμοιράσθησαν εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ τὰ 400 κατεβεβρώθησαν, ἐκεῖ ὅπου ἡ πηγή ὅλων τῶν ἐγκλημάτων, ὅσα βοῶσιν ἐκδίκησιν, καὶ ὅσα ἡ θεία δίκη μακροθυμοῦσα ἀδίκως, δὲν ἐτιμώρησεν εἰσέτι. Ἴσως δὲ καὶ δικαίως, διότι τὰ κρίματα Κυρίου ἀνεξιχνίαστα. |
Ὡς τόσον οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Μεσσηνίας ἔδωκαν ἀναφορὰν πρὸς τὴν Κυβέρνησιν καὶ ἔλαβον ἔγγραφα πρὸς τὸν Χάου διὰ νὰ στείλῃ τὰ ἐπίλοιπα ἄλευρα πρὸς τοὺς πεινῶντας Μεσσηνίους. Χθές ἀνεχώρησαν ἐπὶ τούτου ὁ Καράπαυλος μὲ τὸν Κωνσταντῖνον Μαυρομιχάλην, καὶ δὲν ἠξεύρω ἂν θὰ κατορθώσουν τίποτε. Ἔγραψα καὶ ἐγὼ διὰ νὰ δώσῃ ἀναλογίαν ἐκ τῶν ἀλεύρων τούτων πρὸς τοὺς δυστυχεῖς Βαλτετζιώτας, τοὺς ἀπογυμνωθέντες ἀπὸ τοὺς ἐν Ναυπλίῳ ἥρωας, καὶ ἐλπίζω νὰ μὴν ἀποτύχουν. Εἶδον νὰ μᾶς ἐπαινεῖτε εἰς ἓν γράμμα σας πρὸς τὸν Ἀναγνωστάκον, ὑποφέροντες ν’ ἀδικοῦνται οἱ Καρυτινοὶ καὶ οἱ Τριπολιτσιῶτες. Ἔχετε δίκαιον, ἀλλὰ τὶ δυνάμεθα ἡμεῖς νὰ κάμωμεν, ὅσον τὸ κατ’ ἐμέ, ἀφ’ οὗ ἔφαγα ὅλας τὰς βόμβας καὶ τὰ κανόνια τοῦ Παλαμιδίου, καὶ ἐκινδύνευσα νὰ σκοτωθῶ ἐντὸς τοῦ Βουλευτηρίου, ἀφ’ οὗ ἔκαμα εἰς ὅ,τι ἠδυνήθην τὸ χρέος μου, δὲν λείπω νὰ ὑψῶνω τὴν φωνὴν ἐναντίον τῶν καταχρήσεων τοῦ Γρῦβα εἰς τὴν Βουλήν. Καὶ τέλος πάντων μὲ τὰς πολλάς μου φωνὰς ἐκατόρθωσαν νὰ λάβουν οἱ Βαλτετζιῶτες ἀποδεικτικὸν διὰ νὰ ἀποζημιωθοῦν ἀπὸ τὰς προσόδους τῆς Πελοποννήσου γρόσια 78933. Τοῦτο μόνον ἠμπόρεσα νὰ κάμω κατὰ τὸ παρόν. Περὶ δὲ τῆς ἀποζημιώσεως τοῦ Ἐθ. Ταμείου καὶ τῆς τιμωρίας τῶν κακούργων δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καιροῦ. Ἂς ἀναχωρήσῃ ὁ Μπραΐμης καὶ ἔπειτα ἡ κατὰ τοῦτο φροντὶς εἶναι ἰδική σας καὶ τοῦ ἀρχιστρατήγου. Μάλιστα ἐρχομένου καὶ τοῦ Κυβερνήτου μας, διὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ ὁποίου ἔχετε βεβαιωτέρας πληροφορίας αὐτόθι. Ὁ Βιάρος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἐϊδὲκ νὰ ἑτοιμάσῃ κατοικίαν τοῦ Κυβερνήτου εἰς τόπον ὑγιεινόν, διότι πάσχει τὴν ὑγιείαν, καὶ ἡ Κυβέρνησίς μας διώρισε νὰ τὸν οἰκοδομήσουν ἐδὼ κατοικίαν, κρίνουσα τὴν Αἴγιναν τόπον κατάλληλον, ἀλλ’ οἱ Πελοποννήσιοι θέλομεν τὸ Ἄργος, καὶ ἀπὸ σήμερον ἀκόμη πρόκειται λόγος νὰ μεταβῶμεν εἰς Ἑρμιόνην ἤ εἰς Κρανίδι! Καὶ ἴσως τὸ κατορθώσωμεν, διότι καὶ οἱ Μαυροκορδατισταὶ φαίνονται σύμφωνοι. Οὗτοι θέλοντες νὰ ῥίψουν τὴν Κυβέρνησιν, διὰ νὰ παρεισάξουν εἰς τὰ πράγματα τὸν Ζαΐμην καὶ τὸν Μαυροκορδάτον, ἀφ’ οὗ ἦλθον ἐδὼ ἐπὶ τούτου ἀπὸ τὸ Ναύπλιον, δὲν ἐτελεσφόρησαν, διότι τοὺς ἐνόησαν οἱ ἀντικυβερνῆται, καὶ τοὺς ἀπέβαλον ἀπὸ τὴν φιλίαν των, εἰς τρόπον ὅτι ἀνεχώρησαν και οἱ δύω εἰς Πόρον, ὅπου καὶ εὑρίσκονται, ἀφ’ οὗ μάλιστα δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κατορθώσουν διὰ νὰ ἐκστρατεύσουν οἱ λεγόμενοι ἄρχοντες εἰς τὴν Πελοπόννησον. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἐνεργοῦσι τώρα ἐξωτερικῶς διὰ τῶν Ἄγγλων. Διὰ τοῦτο βάλοντες βάσιν οἱ τρεῖς ναύαρχοι εἰς τὰς καταχρίσεις τῶν καταγωγέων μας (κουρσάρων) ἔγραψαν μὲ τρόπον ὑβριστικὸν εἰς τὴν Κυβέρνησιν, καὶ ἀποτεινόμενοι πρὸς τὴν Βουλὴν παρενείρουσιν ὅτι δὲν γνωρίζουν τρόπον τινὰ τὴν Κυβέρνησίν μας καθὸ μή ἔχουσαν καμμίαν δύναμιν καὶ καμμίαν ἠθικότητα. Ὅθεν ἔλαβον ἀφορμὴν οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ ἤρχισαν νὰ ἐνεργῶσι διὰ νὰ ῥίψουν τὴν Κυβέρνησιν, καὶ τὸ ἐκατόρθωναν ἐὰν ἐλάμβανον καὶ τὴν | ἰδικήν μου συγκατάθεσιν. Πλὴν μ’ ὅλον ὅτι ἔχω πρὸ ὀφθαλμῶν ὅλα τὰ κακὰ ὁποῦ ἔγειναν, προτιμῶν τὸ ὀλιγώτερον κακόν, καὶ ἀφορῶν εἰς τὴν ταχείαν τοῦ Κυβερνήτου ἔλευσιν, συμβουλευθεὶς μὲ τὸν κόμιτα, δὲν ἐκρίνομεν συμφέρον νὰ ὁμονοήσωμεν. Ἀποφασίσαντες δὲ νὰ βαστάξωμεν τὴν Κυβέρνησιν ἐκάμαμεν κάποιαν συμφωνίαν μὲ τὸν Δελιγιάννην χάριν τῆς ἑνώσεως τῶν Πελοποννησίων, καὶ περὶ τούτου σᾶς γράφει ὁ κόμης. Τὸ δὲ κυριώτατον, εὐχόμεθα νὰ προφθάσῃ ὁ Κυβερνήτης, ὅτι εἰς τοῦτον καὶ μόνον βλέπομεν τὴν κοινὴν σωτηρίαν. Κατ’ αὐτὰς ἐμάθομεν ὅτι ὁ Κουντουριώτης ἦλθεν εἰς τὸν Πόρον καὶ συνενοήθη μὲ τοὺς ὑπεναντίους, ἀλλ’ ἀκόμη δὲν πιστεύομεν, καὶ πλέον βλέπομεν τὸ ἀποβησόμενον. Ὁ Δεληγιάννης ἄλλο δὲν θέλει (λέγει), παρὰ τὰς ἰδιοκτησίας του, τὰ ὄψιμα δηλαδή, καὶ παραβλέπει ὅλα τ’ ἄλλα, ὁ δὲ Κανέλλος νὰ κάμῃ ὅπως θέλετε. Μ’ ὅλον τοῦτο ἐνθυμοῦμαι τὸν μῦθον σας τῆς μαϊμοῦς. Ὁ Κανελόπουλος φωνάζει ὅτι οἱ Καρυτινοὶ κάμνουν μεγάλην βίαν εἰς τὸ Φανάρι· δὲν τὸ πιστεύω, καὶ ἤθελα νὰ ἤρχετο ἀναφορὰ τῶν ἐντοπίων χάριν τῆς ἀληθείας. Εἰς τὴν Ἀνδρίτζαινα ἔχω ἕνα γαμβρὸν Γεώργιον Παπαναστόπουλον ὀνομαζόμενον ὅστις εἶναι θεῖος τοῦ Κανελοπούλου, μ’ ὅλον τοῦτο ἐγὼ εἶμαι ἡ μάστιξ τοῦτου εἰς τὴν Βουλήν, καὶ δὲν τὸν ἄφησα ὡς τώρα νὰ εἰσαχθῇ ἐναντίον τῆς δικαιοσύνης, καὶ νὰ ἀδικηθῇ ὁ Ἀντωνόπουλος, πλὴν συνιστῶ τὸν οὐδέτερον πτωχὸν μου γαμβρὸν εἰς τὴν προστασίαν σας καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ τὸν ἔχετε εἰς τὴν εὔνοιὰν σας. Εἰς τὴν Χίον εὐδοκίμησε ἡ ἐκστρατεία μας. Οἱ Τοῦρκοι περιωρίσθηκαν εἰς τὸ κάστρον καὶ ἐλπίζομεν νὰ παραδοθοῦν ὀγλίγωρα. Κατ’ αὐτὰς γίνονται καὶ αἱ ἐκστρατεῖαι εἰς Κρήτην καὶ εἰς Εὔβοιαν. Ἀπὸ τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα ἐσυκώθηκαν ὅλα τὰ ἄτακτα στρατεύματα, καὶ ἦλθον ἀντ’ αὐτῶν τακτικά, τὰ ὁποῖα μόλις συμποσοῦνται, ὡς λέγουν, ἕως 5 χιλιάδες. Προχθές ἔφθασεν ἐδὼ ἕν γράμμα ἀπὸ Νάξον, ὄχι ἐπίσημον, καὶ λέγει ὅτι ὁ Κόχραν εἶπεν εἰς τοὺς Αἰγαιοπελαγίτες νὰ διακηρύξουν ὅτι δὲν δέχονται νὰ ζήσουν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῶν Τούρκων, καὶ ἂν τοὺς βιάσουν, νὰ ὑψώσουν σταυροφορικὴν σημαίαν, (ὅ ἐστὶ τῶν Ἱππέων τῆς Μάλτας) καὶ θέλει εὔρουν ὑπεράσπισιν ἀπὸ πολλοὺς Εὐρωπαίους. Τὸ Συμβούλιόν μας περὶ τούτων δὲν ἔχει καμμίαν εἴδησιν. Τὶ νὰ συμπεράνωμεν δὲν ἠξεύρομεν. Συνάγεται ὅμως συμπέρασμα ὅτι οἱ Αἰγαιοπελαγίτες ἦσαν συνεννοημένοι μὲ τὴν Πόρταν καὶ ἐπροφασίζοντο φόβον ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸν στόλον, καὶ ὅτι τοῦτον ἐμπορεῖ νὰ δώσῃ κἄποιον δικαίωμα εἰς τὸν σουλτάνον. Ἴσως διὰ τοῦτο ἐμπόδιζον πρότερον οἱ ναύαρχοι τὴν εἰς Χίον στρατείαν. Πλὴν τέλος πάντων τὴν ἐσυγχώρησαν καὶ ἀκολούθως βλέπομεν τὶ θὰ γενηθεῖ ἐκ τούτου. Κατ’ αὐτὰς ἐστείλαμεν πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον τροφὰς καὶ πολεμεφόδια καὶ πρὸς τούτοις 150 χιλ. γρόσια διὰ τὴν εἰς τὴν Στερεὰν | Ἑλλάδα στρατείαν. Οἱ δὲ ἀντιπρόσωποι τῆς Ῥούμελης λυποῦνται μαθόντες ὅτι ὁ ἀρχιστρ<άτηγος> ἐστράτευσεν εἰς Πάτρας. Λάβετε τὰς ἐφημερίδας. Ἐλπίζω ὅτι ἐλάβετε καὶ ἐκείνας μὲ τὸν Ἀναγνωστόπουλον προτίτερα. Εἰς αὐτὰς ἐπλήρωσεν τὴν ἑξαμηνίαν ὁ καπ. Πάνος γρ. 43 1/2, ἐπειδή ἡ ἑξαμηνία τοῦ Φαρμακίδου ἦτο καθὼς λέγομεν τελειωμένη. Ἀκόμη δὲν ἠξεύρομεν τὶ ἀποτέλεσμα ἔκαμεν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ σουλτάνου τὸ καύσιμον τοῦ στόλου του. Ὁ κακόμοιρος ὁ σουλτάνος ἠθέλησε νὰ γενῇ τακτικὸς εὐθὺς εὐθύς, ἀλλ’ οἱ Φράγκοι τὸν ἤθελαν καθ’ αὐτὸ πιστὸν Τοῦρκον καὶ ὄχι Τοῦρκον Εὐρωπαῖον, ἀλλέως τὸν διώχνουν ἀπὸ τὴν Εὐρώπην καὶ τοῦ καίουν τοὺς στόλους. Τώρα νὰ ἴδωμεν τὶ θὰ κάμει εἰς ἡμᾶς ἡ πολιτική τῆς Εὐρώπης. Τὰ καταγωγικὰ ἔπαυσαν πλέον. Ἐμποδίσθησαν ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν διὰ τὰς καταχρήσεις τῶν νησιωτῶν μας. Ἐλήφθησαν δὲ καὶ αὐστηρὰ μέτρα κατὰ τῆς πειρατίας. Ὁ Γέρο Κόχραν ἤδη καταγίνεται νὰ τὴν ἐξολοθρεύσῃ. Περὶ τῆς Τριπολιτσᾶς δὲν ἔμαθον τίποτε βέβαιον. Δὲν ἠξεύρω ἂν τὸ στρατόπεδόν της οἰκονομηθῇ διὰ νὰ διαρκέσῃ. Ἐγὼ ὅμως τώρα δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θ’ ἀποθάνω ἐκεῖ. Σᾶς γράφει καὶ ὁ κόμης τὰ διατρέχοντα, ὅθεν ἐγὼ δὲν ἐκτείνομαι περαιτέρω, ἀλλὰ σᾶς προσφέρω τὸ σέβας.
Ἐν Αἰγίνῃ τὴν 2 Νοεμβρίου 1827
ὁ συμπολίτης σας
Ν. Σπηλιάδης
Τὸν ἀδελφὸν Κοκαλιάρην ἀσπάζομαι. Τὰ γράμματά σου ἔστειλα καὶ ἔδωκα.
[πλαγίως, ἄλλο χέρι:]
Ν. Σπηλιάδης
Αἴγινα τῇ 3 Νοεμβρίου
Καρύτενα 10 Δ ἀπόκρισις
|