|
Κείμενο
|
|
Σεβαστέ μου πατέρα!
Εἰς τὰς 9 τοῦ τρέχοντος σᾶς ἐγνωστοποίουν μὲ γράμμα μου ἐμπεριστατομένως τὰ ἐδὼ διατρέχοντα, καθὼς καὶ τὴν ἀποφασισθεῖσαν δόσιν πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον, δηλ. τὰς 260 χιλιάδας γρόσια, τὴν τῶν σταφίδων, εἰς διωρίαν ἡμέρας 21. Σημειόνοντάς σας εἰς τὴν ὁποίαν κατάστασιν ἔφθασε ἡ ἐπαρχία, ἀπὸ τὰς καταχρήσεις τῶν εἰς τὴν Βόχαν καὶ Κάτω Ἀχαγ͜ιὲ ἐξηπλωμένων στρατιωτικῶν σωμάτων, διὰ νὰ γράψετε τοῦ ἀρχιστρατήγου τὰ εἰκότα περὶ αὐτῆς τῆς ὑποθέσεως. Σᾶς ἐπρόσθετον ἀκόμη ὅτι ἐγὼ κατὰ τὴν διαταγήν του ἐδιωρήσθην ἐνταῦθα νὰ μένω διὰ τὴν σύναξιν τῶν διαλειφθέντων μετρητῶν, τὸ ὁποῖον καὶ ἐξακολουθῶ, μὲ νέας του ὁμοίας διαταγάς. Παρομοίως σᾶς ἐνθύμιζον νὰ γράψετε τῆς [[ἰδί]] ἐξοχότητός του περὶ ἐμοῦ ὅτι ἐγκρίνετε, καὶ τὰς ἐπαρχίας συσταίνοντές με τοῦτ’ αὐτὸ εἰς αὐτάς. Καὶ νὰ μὲ ὁδηγήσετε τὶ πρέπει νὰ ἀκολουθήσω εἰς αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν, καὶ ἀποκρισεώς σας ὑστεροῦμαι. Ὡς δὲ χρέος μου γνωρήζων σᾶς γνωστοποιῶ διὰ τῆς παρούσης μου, ὅτι ὁ ἀρχιστράτηγος μαθών τὸν ἐρχομὸν τῶν ἑλληνικῶν πλοίων εἰς τὸν Κορινθιακὸν Κόλπον ἀμέσως ἀνεχώρισεν μετὰ τῶν ἄλλων σωμάτων ὁπού ἐνταῦθα εἶχεν, διὰ Βοστίτζαν, ὁμοίως διέταξεν τοῦ Α΄ Σώματος τὰ σώματα καὶ ἐτραβίχθησαν εἰς Περαχώραν καὶ Μπίσιαν, διορίζον ἐν ταὐτῷ καὶ ἐμὲ νὰ συνάζω ὅλον τὸ στρατιωτικὸν μου ἐνταῦθα, διὰ νὰ τὸ στείλω εἰς τὴν θέσιν τῶν Δερβενίων καὶ ἐγὼ νὰ μείνω ἐδώ, διὰ ταχείαν σύναξιν τῆς διαλιφθείσης ποσότητος τῶν 260 χιλιάδων. Ἐγὼ μὴ ἔχων ὁδιγίας τῆς ἐξοχότητός σου, ἔμεινα καὶ μένω, καὶ ἀναφερόμενος διὰ ταύτης μου ἐξαιτῶ τὴν περὶ τούτου γνώμην σου καὶ ἀπόφασιν διὰ νὰ ἀκολουθήσω ὅ,τι ἐγκρίνεις συμφερότερον. Ἐπὶ τούτοις δὲ νομίζω ἀναγκαίον ἕνα ἀποδεικτικὸν τῆς στρατολογίας, ὁπού διὰ διαταγῆς σου ἔκαμα, ὅθεν καὶ παρακαλῶ τὸν σεβαστὸν μου πατέρα, ἵνα γένη ἓν ἀποδεικτικὸν ἀπὸ τὴν αην τοῦ Ἰουλίου ὁπού ἐκστράτευσα κατὰ τὸ διάταγμά σου μέχρι τῆς ὥρας, ἐμπεριεχομένης τῆς ποσότητος τῆς ἀναλογίας μου. Μὲ 400 μισθοτῶν στρατιοτῶν ἄλλων ὁποῦ εἶχον, τοῦτο ὡς πολλὰ ἀναγκαίον ζητῶ νὰ μὲ δοθῇ καὶ νὰ μὲ σταλθῇ διὰ τοῦ παρόντος ἐπίτηδες ἀνθρώπων μου, ὀδιγῶν με ἐν τ’ αὐτῷ τὶ πρέπει νὰ ἀκολουθήσω εἰς ταύτην τὴν περίστασιν, | ἥτις εἶναι δι’ ἐμὲ σχεδὸν ἡ κρίσιμος.
Σεβαστέ μου πατέρα, μὲ τὸ υἱϊκὸ θάῤῥος τολμῶ νὰ σᾶς ἐξημολογηθῶ ὦν βέβαιος ὅτι δὲν θέλεις δυσαρεστηθῆς. Καὶ ἰδοῦ ὅταν μὲ τὴν ἄδειάν σου ἦλθον εἰς Τρίκκαλα, ἐνόμιζα ὅτι ἂν καὶ ἁπὼν θέλεις ἔχῃ τὴν ἰδίαν ὑπόληψιν καὶ ἀγάπην πρὸς ἐμέ, ἠπατίθην ὅμως ἐπειδὴ καὶ ὑπεμέτρησα ὅλον τὸ ἐναντίον, ἐπαρατήρισα ὡς σᾶς λέγω αὐτήν τὴν δυσαρέσκειαν ἀπὸ τὸ μέρος σας, σᾶς ἔγραψα ἐν τ’αὐτῷ ἐροτῶν τὴν αἰτίαν καὶ πληροφορῶν σας ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ ἴδιος Παναγιότης, ὅστις ἐπροτίμισα νὰ ἀποθάνω, παρὰ νὰ παρατρέξω τὴν συμβουλὴν καὶ ὁδηγίαν σου, καὶ ἤλπιζα ὅτι θέλει καταπεισθῆς, γνωρίζων τὴν διάθεσίν μου. Ἀντὶ ὅμως νὰ ἐξαληφθῇ αὐτὴ ἡ δυσαρέσκεια, βλέπω μᾶλλον ὅτι ηὔξησε καὶ καταντᾶ ὥστε οὔτε κἂν γραμμάτων σου νὰ μὲ ἀξιοῖς. Ὄθεν καὶ διὰ ταύτης μου σᾶς λέγω εἰλικρινῶς, ὅτι ὁ Παναγιώτης εἶναι ἐκεῖνος ὅστις ἦτον, αὐτὸς ἔχει τὴν αὐτὴν ἀπόφασιν, καὶ ἂν μερικοὶ ταραξίαι καὶ κακοποιοὶ ἔσβυσαν τὴν πρὸς ἐμὲ ἀγάπην σου, καὶ ἔδωσες πίστιν εἰς τοὺς ἁπατιλοὺς λόγους των, ἐπαναλαμβάνω νὰ ἐνθυμιθῆς ὅτι ὁ Παναγιώτης δὲν ἀλλάσει γνώμην καὶ σκοπόν, ἀλλὰ θρέφει τὸ ἴδιον σέβας εἰς τὸν μόνον του μετὰ Θεὸν πατέρα, καὶ ἂν πρὸς τὸ παρὸν δὲν ἔτυχε περίστασις νὰ γνωρισθῇ ἂν τῷ ὄντι φρονεῖ ὡς λέγει καὶ ὡς γράφει, ἠμπορεῖ νὰ τὄχῃ εἰς τὸ μετέπειτα καὶ τότε διαλύεται κάθε ὑποψία. Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως μὴ ἔχων αἰτίαν δυσαρεσκείας ἐναντίον του, μὴ καταδεχθῆς νὰ τὸν ἀφήσῃς εἰς αὐτὸν τὸν λαβύρινθον τῆς λύπης, ἀλλ’ ὡς δεῖγμα τῆς πρὸς αὐτὸν ἀγάπης του, ἀξίοσέ τον, πατριωτικοῦ σου συμβουλευτικοῦ γράμματος ἀποπερατών ὅσα ἐξαιτεῖ διὰ ταύτης του. Μὲ τὸ ἀνῆκον σέβας, μένω.
1827 Σεπτεμβρίου 26
ἐκ τῶν Κεγχραιῶν
ὁ εὐπειθής υἱός σας
παναγιώτης Νοταρᾶς
|