|
Κείμενο
|
|
Κύριε
Τὴν ἐπιστολήν σας σημειωμένην εἰς τὴν 10 τοῦ ἐνεστῶτος ἀπὸ Κερπινὴν ἔλαβον τὴν προχθὲς ἀπὸ τὸν κὺρ Χριστόφορον καὶ ἴδον ὅσα γράφεται. Ἐγὼ πρὶν προσκληθεὶς ἀπὸ τοὺς ἐν Ναυπλίῳ διατρίβοντας Πελοποννησίους, καὶ διαταχθεὶς ἀπὸ τὴν κυβέρνησιν διὰ νὰ ὑπάγω εἰς Ναύπλοιον, καὶ ἐκεῖθεν νὰ εὔγω πρὸς αὐτὰ τὰ μέρη, ἀποφάσισα νὰ ἀκολουθήσω τὴν διαταγήν, διὰ νὰ ἀποφύγω τὴν κατηγορίαν ὅ,τι ἀδιαφορῶ καὶ ἐκινήθην ἐντεῦθεν. Εἰδοποίησα καὶ τὸν ἀρχιστράτηγον, καὶ μὲ ἀποκρίθη ὅτι ἡ διάβασίς μου νὰ γίνῃ ἀπὸ Κόρινθον, διὰ νὰ ἀνταμόσωμεν ἐκεῖ, ἔνθα ἔμελλεν ἡ ἐξοχότητά σου νὰ συγκρότήσῃ τὸ γενικὸν στρατόπεδον, καὶ νὰ ἀκολουθήσω ἑπομένως διὰ τὰ ἐμπρός. Καθ’ ὁδὸν ἔμαθον τὰ τραγικὰ συμβάντα εἰς Ναύπλοιον, καὶ ἐβιάσθην νὰ ἐπανέλθω εἰς Πόρον, ἀποκριθείς εἰς τὴν κυβέρνησιν, ὅτι θέλει ἀπεράσω διὰ τὸν Πόρον πρὸς ἀντάμωσιν τοῦ ἀρχιστρατήγου, καὶ ἐκεῖθεν θέλει ἀκολοθήσω τὰ διαταχθέντα. Ἐν τοσούτῳ ὁ ἀρχιστράτηγος ἐπροσκαλέσθη εἰς τὸ Ναύπλοιον ἀπὸ τὴν κυβέρνησιν, καὶ ὑπῆγεν μὲ ὅλον τὸ ὑπ’ αὐτὸν σῶμα, καὶ καταγίνεται εἰς τὸ νὰ εὐτακτίσῃ τὸ Ναύπλοιον.
Μὲ εἶναι δύσκολον λοιπόν, ἐν ὧ ἡ ἐξοχότης του μὲ ἔγραψε <νὰ> τὸν ἀνταμόσω, νὰ εὔγω χωρὶς νὰ εἰδοποιηθῆ καὶ χωρὶς νὰ λάβω δευτέραν ὀδηγίαν τῆς κυβερνήσεως διὸ καὶ πρὸς τὸ παρόν, δὲν ἔρχομαι. Ἑπομένως ὅμως ἂν ἡ χρεία τὸ ἀπαιτήσει δὲν θέλει λείψω ἀπὸ τὸ χρέος μου, μ’ ὅλον ὁποῦ ὑμεῖς ἐξικανοῦται νὰ κάμεται καὶ μόνος σας, ὅτι ἤθελε κάμωμεν ἑνωμένοι. Ἡ ὑπόθεσις τῆς Ἑλλάδος [[ἀπο]] ἐσυμφωνήθη ἀπὸ τὰς τρεῖς μεγάλας δυνάμεις Ἀγγλίαν, Ῥωσίαν καὶ Γαλλίαν, εἰς τὶ νὰ ἀποκατασταθῆ, καὶ ἂν ὁ σουλτάνος εἰς προθεσμίαν τριάντα ἡμερῶν, δὲν δεχθῆ τὰς περὶ ταύτας προτάσεις των, οἱ στόλλοι τῆς Ἀγκλίας καὶ Γαλλίας ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς αὐτὰς τὰς θαλάσσας, καὶ μία μοῖρα ῥωσική, ἥτις ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὸ Κρονστάνδ εἰς τὰ μέσα τοῦ Ἰουνίου καὶ ἔρχεται θέλει τοῦ ἐμποδίσουν κάθε κίνημα θαλάσσιον, ὥστε εἶναι εὔκολον νὰ ἐννοήσῃ καθείς, ὅτι μὲ τὴν πολιτικὴν τοῦ δένουν τὰ λωρία, καὶ πλέον αὐτὸς δὲν δύναται νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν πόλεμον, καὶ ὁ κύριος Ἰμπραή- | μης, ἂν δὲν προλάβῃ νὰ ἀναχωρίσῃ, θέλει πληρώσει ἀκριβὰ εἰς τὴν Πελοπόννησον, ὅ,τι ἔκαμεν. Αἱ εἰδήσεις αὗται ἐδόθησαν ἐπισήμως καὶ δὲν μένει ἀμφιβολία. Ἐκερδίσαμεν ἀπὸ τὴν Εὐρώπην περισσότερον ἀφ’ ὅ,τι ἐλπίζαμεν καὶ ἂν (ὃ μὴ γένοιτο) χαθῶμεν χανόμεθα ἀπὸ τὴν ἀναξιότητά μας, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Ἑλλήνων, καὶ κατ’ ἑξοχὴν ἡ ἐξοχότης σου, ὅστις εἶσαι καὶ διεκηρύχθεις ἀρχηγὸς τῶν πελοποννησιακῶν στρατευμάτων, εἶναι καιρὸς πλέον νὰ στοχασθοῦν τὰ χρέη των, καὶ νὰ κάμουν κάθε θυσίαν διὰ νὰ κατορθώσουν νίκας, νὰ ἐνθαρύνουν τοὺς λαούς, νὰ σβήσῃ πλέον ἡ λέξις προσκύνημα, ἐπειδὴ ἂν ἔχομεν ἡμεῖς ὑπερασπιστὰς ἔχει καὶ ἡ Πόρτα φίλους, καὶ δὲν εἶναι συμφέρον ποτὲ νὰ ἀκούεται αὐτὸ τὸ φαρμάκι, μὲ φαίνεται εἰς τὴν ἰδέαν μου ὅτι περισσότερον ὠφελεῖ εἰς αὐτὴν τὴν περί[στα]σιν ἡ γλυκύτις παρὰ ἡ βία, καὶ πρὸ πάντων ὅταν θεωρίσῃς γενικῶς τὰ πράγματα, καὶ ἐμποδίσῃς τὰς βιαίους συστάσεις, καὶ τὰς καταχρήσεις, τελειώνεις τὸ πᾶν, δηλονότι κάμνεις τοὺς ὑποκλίναντας νὰ ἔλθουν εἰς αἴσθησιν καὶ νὰ πολεμήσουν αὖθις τὸν ἐχθρὸν θαραλαιώτερα, ταῦτα ἐστοχάσθην ἀναγκαῖα νὰ σὲ γράψω, ὡς φίλος, σύ δὲ ὁποῦ εἶσαι ἐν τοῖς πράγμασι καὶ βλέπεις ἀπὸ κοντά, ἐμπορεῖς νὰ στοχασθῆς καὶ νὰ κάμῃς τὸ καλλήτερον εἰς τὴν Πατρίδα. Ἔῤῥωσο. 1827 Ἰουλίου 15 ἐκ τοῦ Πόρου
ὁ ἀδελφὸς
ανδρέας ζαήμης
[ἐπιγραφὴ διεύθυνσης:]
Πρὸς τὸν γενικὸν ἀρχηγὸν τῶν πελοποννησιακῶν στρατευμάτων κύριον Θεόδωρον [Κολοκοτρώνην]
[ἐπὶ τοῦ νώτου, μὲ ἄλλο χέρι:]
Ἀνδρέας Ζαήμης
Πόρος, 15 Ἰουλίου
Κυρίτζοβα 22 Δ ἐλήφθη
ἀπόκρισις
|