|
Κείμενο
|
|
Ἀδελφοὶ κὺρ Λάμπρο καὶ κ. Βασίλη σᾶς προσκυνοασπάζομαι!
Ἔλαβον τὸ ἀδελφικόν σας τῇ 20 τοῦ παρόντος καὶ ἴδον τὰ ἐν αὐτῷ χαίρων διὰ τὴν καλήν σας ὑγείαν. Δικαίως παραπονεῖσθε διότι δὲν σᾶς ἔγραψα ἰδιαιτέρως. Ἀλλ’ ἕως ἐδὼ εἰς τὸν δρόμον μας δὲν ἐστοχάσθην κανένα περίεργον νὰ σᾶς ἰδεάσω, οὕτε ἐδὼ φθάσαντες εὕρομεν μέσον νὰ σᾶς γράψωμεν. Τώρα λοιπὸν ὁποῦ ἐτύχαμεν εὐκαιρίας, σᾶς εἰδοποιῶ λεπτομερῶς τὰ καθ’ ἡμᾶς ἐδῶθεν νέα. Ἐφθάσαμεν ἐδὼ κατὰ τὰς 20 τοῦ παρόντος. Πρὶν τοῦ Γενναίου ἐστάλησαν ἐμπρὸς οἱ Ἀρκουδορεματίτες, Ἀλωνιστιότες, Μαγουλιανίτες, Φαναρίτες καὶ ἄλλοι, καὶ ἅμ’ ἦλθον εἰς τὰς 18, ἀκροβολίσθησαν μὲ τοὺς ἐχθροὺς ὀλίγον ἔξω ἀπὸ τὰ ταμπούρια τους. Μετὰ δύο ἡμέρας [[πρὶν]] τοῦ ἐδὼ ἐρχομοῦ μας ἔγινεν ἀπόφασις καὶ ἐκάμαμε διὰ νυκτὸς ἕνα ταμπούρι μὲ πάλους εἰς τὸν κάμπον, τὸ ὁποῖον ἐπειδή ἦτον μεταξὺ τῶν ἐδικῶν μας καὶ τοῦ Πειραιῶς τὰ ταμπούρια, ἔκοπτε τὴν διάβασιν μετὰ τῶν ἐν Ἀθήναις ἐχθρῶν καὶ τοῦ Μοναστηρίου καὶ ἄλλων ταμπουρίων, ὁ ἀριθμὸς τῶν ὁποίων ὑπερτερεῖ τῶν 3 χιλιάδων καὶ οὕτως ἦσαν εἰς ἀπόφασιν (ἂν σωστὰ ἐσχεδιάζετο τὸ ταμπούρι ἐκεῖνο), οἱ ἐχθροὶ ἐκεῖνοι ἢ νὰ προσκυνήσουν ἐκ τῆς πείνας, ἢ νὰ φύγουν διὰ νυκτὸς μὲ γιουρούσιν. Ἀλλὰ κακῇ τύχῃ καὶ εἴτε διὰ τοῦ μεγάλου θάῤῥους μας καὶ ἐμψυχώσεως, ἀδελφοί, εἴτε διότι ἦτον ἀπὸ Θεοῦ, δὲν τὸ ἐπιάσαμε καὶ ἓν ἄλλο τζουρουμάκι, λόφον, τὸ ὁποῖον ἦτον ἐκεῖ πλησίον τῆς ἐχθρικῆς διαβάσεως. Καὶ τὴν ἐπερχομένην νύκτα ἔπεσε μία μεγάλη ἐχθρική δύναμις καὶ ἔκαμε ταμπούρι δυνατὸν κρυφίως. Οἱ ἐδικοί μας ἀπὸ τὸ ἡμέτερον ταμποῦρι τοὺς ἐσκέφθησαν, καὶ ἔδοσαν τὴν εἴδησιν τοῦ Καραϊσκάκη ὅστις χωρίς νὰ φωνάξῃ τοῦ Γενναίου, ἐπῆγεν εἰς τὸ ταμποῦρι, καὶ ἔκραξεν ὀνομαστικῶς τοὺς Μωραΐτας (οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕως 300 καὶ ἄλλοι τόσοι Ῥουμελιῶται μὲ τὸν ἀντιστράτηγον καὶ Βάσ͜ιον) καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐφιλοτίμησεν ἀρκετά, τοὺς ἔκαμε νὰ πέσουν μὲ τὰ μούτρα εἰς τὸ ἐχθρικὸν ταμποῦρι. Οἱ ἐχθροὶ ἄδε͜ιασαν τὰ τουφέκ͜ια καὶ πιστόλαις τους καὶ οἱ ἐδικοὶ μας ἔπεσαν εἰς τὸ ταμποῦρι τῶν ἐχθρῶν κοντά. Ἔφυγαν οἱ ἐχθροὶ καὶ ἐκρύφθησαν ἐξ αὐτῶν μέσα μόνον πέντε ἀπὸ τὸν φόβον τους. Ὁ Νικόλτζος Βούλγαρης, ὁ ἀγιουτάντης τοῦ ἀντιστρατήγου καὶ ὁ τρουμπετ͜ιέρης του ἐῤῥίχθηκαν μέσα εἰς τὸ ἐχθρικὸν ταμποῦρι καὶ ἔσφαξαν τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἐνῷ ἐπερίμεναν καὶ τοὺς ἄλλους ἐξοπίσω, συνεργείᾳ διαβόλου, κᾀποιος λέγει ὅτι ἐλαβώθη ὁ Καραϊσκάκης, καὶ εὐθὺς οἱ ἔξω Ἕλληνες ἐτζάκισαν ἀκράτητοι. Οἱ ἐχθροὶ βλέπωντες τοὺς ἐδικούς μας φεύγωντας, ἐγύρισαν ὀπίσω καὶ ἔσφαξαν τοὺς τρεῖς ἐδικούς μας πεσῶντας μέσα, ἐπῆραν καὶ τὴν τρομπέταν, ἔτζι λοιπὸν ἐτελείωσεν αὐτή ἡ μάχη. Ἐπληγώθη ἕνας Ἀρκουδορεματίτης δικός μας, δύο Λονταρίτες ἐλαφρά, καὶ ἄλλοι τρεῖς ἐκ τῶν ἄλλων σωμάτων, καὶ οἱ τρεῖς σκοτωμένοι. Οἱ ἐδικοί μας χωρὶς νὰ φοβηθοῦν διόλου, κάθονται ἐκεῖ μεγαλέμψυχοι. Δέχονται καὶ ἀπὸ καμμιὰ τριανταριὰ κανόν͜ια τὴν ἡμέραν, ὅμως δὲν βλάπτωνται τίποτε. Οἱ ἐχθροὶ ἀπὸ τὰ ἐδικά μας κανόνια βλάπτονται πολύ, διότι ὁ τόπος [[εἰς]] τὸν ὁποῖον βαστοῦν εἶναι πετρώδης. [[καί]] Προχθὲς τῶν Βαΐων, ἠθελήσαμεν νὰ κάμωμεν λάφυρα μὲ την καβαλαρίαν μας ἕως πλησίον τῆς Ἀθήνας, ἐπειδή ἀπ’ ἐδὼ [[εἶν]] ἀπέχει δύο ὥρας ἡ Ἀθήνα· καὶ ἦταν ἕνα τζουμάρι ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἤθελεν ἀπεράσουν οἱ καβαλαρέοι μας νὰ ὑπάγουν. Ἔστειλε λοιπὸν κατὰ λάθος ὁ ἀρχηγὸς Καραΐσκάκης 50 μόνον στρατιῶτας νὰ τὸ βαστίξουν ἕως νὰ ἐπιστρέψουν οἱ καβαλαρέοι, ἐδόσαμεν ὅλοι τ’ ἀλογά μας, καὶ ἐκαβαλικεύσαμεν μερικοί, ἐκαβαλίκευσαν ὁ ἀρχηγὸς καὶ ὁ Γενναῖος ὤντας πρωΐ, καὶ ἐπροχώρησαν ἕως μία ἤμιση ὥρα ἐμπρός. Ἐνῷ λοιπὸν ἐπλησίαζαν εἰς μίαν μεγάλην ἀγέλην ἀλόγων, αἴφνεις βλέπουν τοὺς ὁποίους ἐβαστοῦσαν τὸ τζουμάρι ἐδικούς μας καὶ ἔφευγαν, ἐπειδή τοὺς ἔπεσαν ἕως χίλιοι Τοῦρκοι ἐπάνω, καὶ δὲν ἠμπόρεσαν ν’ ἀνθέξουν. Οἱ καβαλαρέοι βλέποντες εἰς τὸν ὁποῖον μέγαν κίνδυνον ἔπεσαν, ἐβιάσθησαν νὰ ἠμπορέσουν νὰ προκαταλάβουν τὸ τζουμάρι, ἀλλ’ἀπέτυχον, διότι τὸ εἶχον οἱ ἐχθροί. Ἔτζι λοιπὸν τοὺς ἐπλάκωσαν καὶ ἕως 300 καβαλαρέοι ἐχθροὶ μὲ τὸν Κ͜ιουταχήν, καὶ ἐβιάσθησαν νὰ περάσουν μὲ γιουροῦσι. Τὸ ἔκαμαν, καὶ δόξα τῶ ἁγίῳ Θεῷ, ἐνῷ ἐλέγαμεν ὁποῦ εἴμεθα ἄντικρυ ὅτι δὲν θὰ γλυτώσῃ τινάς, ἐπέρασαν ἀβλαβεῖς. Ἐφονεύθη μόνον ὁ σουϊταρὴς τοῦ Χ” Μιχάλη, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τακτικοὺς τῆς καβαλαρίας μὲ τοῦ Νταῆ Νικόλα τὸ ἄλογον, | ἐπιάσθη καὶ κατεσφάγει. Ἀφοῦ ἀπέρασαν οἱ ἐδικοί μας ἐστάθησαν κατάκαμπα καὶ ἐκαρτέρεσαν τὴν ἐχθρικὴν καβαλαρίαν μὲ μεγάλην ἀνδρίαν· ἐστείλαμεν ἀπ’ ἐδὼ δύο φοραῖς μιντάτι ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας καὶ ἐξηκολούθει ὁ πόλεμος καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη πεισματωδῶς· οἱ ἐχθροὶ ἦσαν ἕως 4 χιλιάδες, πεζοὶ καὶ καβαλαρέοι, ἀλλ’εἶχον καὶ δυνατὸν ταμποῦρι· οἱ ἐδικοί μας πεζοὶ ἦσαν ἕως 400 κατάκαμπα καὶ 250 καβαλαρέοι· ἔκαμαν γ͜ιουροῦσι οἱ ἐδικοί μας καὶ ἐκυνήγησαν τοὺς Τούρκους ἕως εἰς τὴν ῥίζαν τοῦ βουνοῦ. Ἐφόνευσαν πολλοὺς Τούρκους, ἀλλὰ δὲν ἐτελείωσεν ὡς ἐδῶ ἡ μάχη· οἱ ἐχθροὶ ἐμψυχωμένοι ἀπὸ τὸν Κιουταχήν, καὶ ἔχοντες καὶ αὐτὸν ἐμπρός, καὶ βοηθούμενοι καὶ ἀπὸ ἄλλας τρεῖς χιλιάδας πεζικόν, ἐφώρμησαν εἰς τοὺς ὀλίγους ἐδικούς μας, τοὺς εἰς τὸν κάμπον μὲ μεγάλην καὶ δυνατὴν ταραχήν, καὶ ὅλοι μ’ ἕνα στῆθος. Οἱ ἐδικοὶ μας δὲν τοὺς ἐτουφέκισαν· ἕως ὅτου ἐπλησίασαν πολλὰ κοντά, καὶ τότε ἀνάψαντες μίαν φωτιάν, Κύριος οἷδε, πόσοι ἔπεσαν· ἔφριξεν ὁ ἥλιος, ἀδελφοί, εἰς ἐκείνην τὴν συμπλοκὴν οὔτε Τοῦρκος, ἐγνωρίζετο οὔτε χριστιανός! Ἐσφάγισαν πολλοὶ ἐχθροί, ἀλλὰ νὰ ἰδῆτε ἕνα θαῦμα, ὁ Θεὸς ἐκεῖνος, ὅπου ὑπερασπίζεται ἀπ’ ἀρχῆς τὴν Ἑλλάδα, διεφύλαξεν ὅλους τοὺς ἐδικούς μας· δὲν ἔπαθε τινὰς τίποτε, εἰμή τὸ ἄλογὸν μου ἐπληγώθη, τοῦ τζαούση ἐσκοτώθη, καὶ ἕνα τοῦ ἀρχηγοῦ καὶ δύο καβαλαρέοι ἐπληγώθησαν· ὡς τόσον οἱ ἐχθροὶ έγύρισαν μὲ μεγάλην τους καταισχύνην. Τοὺς ἐστείλαμεν καὶ πάλιν βοήθειαν τῶν ἐδικῶν μας ἀπὸ ὀλίγους Μωραΐτας, ἐπειδή ἐφοβούμεθα ν’ ἀφήσωμεν τὰ ταμπούρια μοναχά. Τ’ ἄλλα ταμπούρ͜ια, ἀγκαλά, καὶ μακρυνὰ δὲν ἔστειλαν βοήθειαν· τοὺς Τούρκους τοὺς ἐμάζωξαν ἀπὸ ταῖς τρεῖς μεριαῖς στενά, καὶ ἄρχησαν νὰ ἐμβαίνουν εἰς τὰ ταμπούρ͜ια των· ἐκεῖ ἐπληγώθη ὀλίγον ὁ Παλίλης, ὁ Γεώργης Βιλιζιότης καὶ ἕνας τοῦ Μελίου καὶ ἕνας τοῦ Μπαρμπητζιότη· ὅμως ὅλοι ἐλαφρά. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν ἐτελείωσε καὶ αὕτη ἡ μάχη μὲ λαμπρὰν τῶν Ἑλλήνων νίκην. Δύο Ἕλληνες πρὸ πολλοῦ μὲ τοὺς ἐχθροὺς ὄντες, ἔφυγαν προχθές καὶ ἔφεραν καὶ τὴν τρομπέταν, τὴν ὁποίαν μᾶς εἶχον παρμένην εἰς τὴν προλαβοῦσαν μάχην· εἰς τοῦτο ὁ Κιουταχῆς ἤθελε νὰ σκάσῃ, διότι ἤθελε νὰ τὴν στείλη τοῦ Σουλτάνου. Ἠθέλησε νὰ μᾶς ἀδειάσῃ πολλὰ ταμπούρια καὶ τὸ μοναστῆρι, ἀλλὰ δὲν τὸ ἄφησαν οἱ Ἀλβανίτες. Καὶ ἤθελον ἐλευθερωθοῦν αἱ Ἀθῆναι εἰς τρεῖς ἡμέρας ἂν ἤθελε τὸ ἀκολουθήσῃ. Μελετοῦμεν νὰ κάμωμεν ἀπόψε καὶ ἕνα ἄλλο ταμποῦρι καὶ ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ στερεώσωμεν, θὰ δώσωμεν πολλοὺς ἐχθροὺς τοῦ διαβόλου. Ἐτοῦτοι οἱ Τοῦρκοι, ἀδελφοί, εἶναι παρόμοιοι μὲ ἐκείνους τῆς πρώτης πολιορκίας τῆς Τριπολιτζᾶς, καὶ τοιοῦτοι ἐκατήντησαν, ὥστε ἐὰν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ πολεμήσωμεν μίαν ἄλλην φοράν, σᾶς βεβαιῶ, ὅτι τὰ βλαχάκ͜ια θὰ τοὺς πιάσουν ὅλους ζωντανοὺς πεζοὺς καὶ καβαλαραίους. Αἱ Ἀθῆναι ὑπάγουν καλά, διότι ἐμψυχώθησαν ἀπὸ τὰς εἰδήσεις τὰς ὁποίας ἔλαβον ἀπὸ ἕνα ἐπίτηδες ἐκεῖ φθάσαντα ἀβλαβῶς ἐδικόν μας, καὶ ὁ ὁποῖος ἐγύρισεν ὀπίσω πάλιν· τοὺς ἐπληροφόρησε τὸν ἐρχομὸν τοῦ Κόχραν καὶ Τζούρτζ, τὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ὅλα, καὶ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Γενναίου, καὶ ἔκαμαν ἀπόφασιν νὰ βαστάξουν ἕξ μῆνας, ὅμως νὰ κάμωμεν καὶ ἡμεῖς ἀπέξω δουλειά. Σήμερον ἀκροβολισθέντες οἱ ἐδικοί μας μετὰ Τουρκῶν ὀλίγων, ἐπληγώθη πολλὰ ἐλαφρὰ καὶ ὁ Λιὰς Κραμποβίτης. Σήμερον ἢ αὕριον προσμένομεν καὶ τοὺς Σουλιῶτας καὶ πολλοὺς Μωραΐτας μὲ τὸν Σισίνην καὶ Πετιμεζάδες καὶ Λεχουρίτην· καὶ σὰν ἔλθουν αὐτοί, θὰ γίνῃ καλητέρα δουλε͜ιά. Ὁ Γενναῖος μὲ τὸν Καραϊσκάκην τὰ πηγαίνουν πολλὰ καλά, τὰ χαλλοῦν ὅμως ὅταν ὀνομάζῃ τοὺς Μωραΐτας σαποκοιλιαῖς, καὶ τὸν πειράζει πολὺ ὁ Γενναῖος. Περιμένεται καὶ ὁ Γόρδων μὲ τρεῖς χιλ. μισθωτοὺς Κρῆτας καὶ ἄλλους ἐξ ἰδίων ἐξόδων αὐτοῦ καὶ τοῦ Κοχράνου. Αὐτὸς ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος ὁ Κόχραν ὑπόσχεται πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα, καὶ ἐκστρατεύει ἐντὸς ὀλίγου μὲ τὴν ἁρμάταν, καὶ μὲ 4 χιλ. ναῦτας μισθωτούς. Ὡς τόσον ὑπεγράφη στολάρχης τῆς βοηθητικῆς ναυτικῆς δυ|νάμεως τῶν Ἑλλήνων. Καταγίνονται οἱ καλοὶ πατριῶται νὰ ὑπογράψουν καὶ τὸν Τζόρτζην ἀρχηγὸν τῆς ξηρᾶς καὶ πρόεδρον τὸν Καπποδίστριαν· καὶ εἴθε νὰ ἔλθουν εἰς τέλος διότι εἶναι μεγάλη σωτηρία τῆς Πατρίδος μας. Ὁ κὺρ Ἀναγν(ώστης) καὶ γραμματικὸς ἀκόμη νάλθουν θέλουν ἀπὸ τὸν Γέρον. Ἐλπίζεται κάτι τί, πλὴν ὅταν δὲν τὸ βλέπωμεν ξυνιζόμεθα. Τὰ ἐδὼ ἐσωτερικὰ τοῦ κονακίου μας ὑπάγουν πολλὰ καλά. Ἀκολούθως θέλει σᾶς ἐξιστορήσω περιστατομένως ὅ,τι ἤθελε διατρέξοι. Ἀσπάζομαι τοὺς καπεταναίους Κορίλαν, Ἀνάστον, Νάσ͜ιον, Νικολέτον καὶ ὅλους τοὺς συντρόφους. Οἱ ἐδικοί μας ὅλοι σᾶς ἀσπάζονται ὑγιαίνοντες. Τὸν κὺρ Σπύρον, κὺρ Ἀναγ. Χαροκόπον, τὸν Γεροβασίλην καὶ ὅλους τοὺς πατριῶτας ἀσπάζομαι.
Μένω ἐν τοσούτῷ ἐν εἰλικρινείᾳ καὶ σέβας
Τῇ 29 Μαρτίου 1827 ἐκ τοῦ στρατοπέδου τῆς Ἀττικῆς
Ὁ πρόθυμος υἱὸς καὶ ἀδελφός σας
θ. ῥηγόπουλος
Ταύτῃ τῇ ὥρᾳ ἄναψε τουφέκι κατὰ τὸν Πείραιᾶ μετὰ τῶν ἐχθρῶν πλὴν ἔσε[...] βέβαιοι ὅτι ὁποιοσδήποτε πόλεμος γίνη τελειώνει μὲ νίκην τῶν Ἑ[λλή]νων, καὶ μὴν ἀμφιβάλλετε εἰς τοῦτο, ἐπειδή οἱ ἐχθροὶ εἶναι διόλου Ἑβραίοι καὶ οὕτω τοὺς ὀνομάζομεν. Ἐμάθομεν καὶ τὰ ἐδικὰ σας πράγματα πλὴν ὅσον μᾶς ἐχαροποίησαν αὐτά, ἄλλον τόσον μᾶς ἐλύπησαν αἱ λεηλασίαι τοῦ ἐχθροῦ τὰς ὁποίας ἔκαμε εἰς αὐτὰ τὰ μέρη. Δὲν ἐτολμήσαμεν νὰ τὸ εὐγάλωμεν ἀπὸ τὸ στόμα μας, διότι οἱ Ἕλληνες ἠμπόρουν νὰ μᾶς κακίζουν, καθώς κρυφίως μᾶς ἔφυγαν καὶ ἄλλοι πολλοί. Ἡ εὐχαρίστησις τοῦ Γενναίου εἶναι ὅτι τοὺς τοιούτους νὰ μὴν τοὺς ἀφήσετε εἰς τίποτε, καὶ αὐτοὺς εἰς τὸ μπουντροῦμι ἕως ν’ ἔλθοι. Εἰς τὸν Ἀμπελανίτην ὅμως χρειάζεται δεκαπλάσια παιδεία διότι ἔσυρε μαζύ του [...] στρατιώτας. Τὸ σῶμά μας ἀναβαίνει ἕως τοὺς χιλίους περίπου, ἀλλὰ κάλι[...] νὰ μ[...] μερικοὺς μανκούφιδες Φαναρίτας Σταυροχώρι, γ͜ιατὶ μᾶς ἐντρόπιασα[ν] να θ[...] του οἱ Kωμιῶται μᾶς ἔφυγαν καὶ αὐτοὶ νὰ λάβουν ἐκεῖνα ὅπου καὶ οἱ [...]λοι [...] Τουρκοβασίλη! Ψημένους κάμε τους ὅλους, ἂν εἶσαι χριστιανός, [...] χωριστὰ [...]ὸ τοὺς ἄλλους ὅλους, ἐγὼ τρώγω ἀπὸ τὰ σκουτιά μου γιὰ δαύτους. Δὲν ὑπο[φέρω] ν’ ἀκούω τοὺς Πελοποννησίους Ἑβραίους, καὶ ἢ θὰ τὸ δείξωμεν ἢ θὰ μείνωμεν ὅλοι ἐδὼ [...] ἔμεινε τὸ παρὸν ἕως σήμερον. Καὶ σᾶς προσθέτω μὲ μεγάλην λύπην τὰ ἀκόλουθα. Τὸ βράδυ ἠθέλησεν ὁ Γενναῖος νὰ κάμῃ σιασιρμὰ εἰς τὸ ταμποῦρι τῶν ἐχθρῶν τὸ πλησίον τοῦ ἐδικοῦ μας κατὰ τὸν κάμπον, καὶ τόσον τοὺς ἐπροχωρήθη, ὥστε κατήντησαν μποῦκα μὲ μποῦκα. Ἐκεῖ ἐσκοτώθη ὁ κ. Γιάννης Καστρίτης καὶ ὁ Μιλιόνης, ἐλαβώθη καὶ ὁ Φώτης Δημητζανίτης ὀλίγον. Πόσον μᾶς ἐλύπησεν αὐτὸ τὸ συμβάν, εἶναι ἀπερίγραπτον. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐχάθησαν τοῦ κάκου ἀπὸ τὴν τρέλλαν τοῦ Γενναίου, ὅστις ἦτον πλέον ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτοὺς ὁποῦ ἐφονεύθησαν καὶ [...]ῃ πάλιν [[το]] ἔτζι, θὰ μᾶς ἰδῆτε καμμιὰ φορὰ νὰ ἔλθωμεν μὲ τὰ χέρια στὸν κόρφο, ὁ Θεὸς ὅμως μή τὸ δώσῃ ποτέ!!! Ὁ Γενναῖος εἰς τοῦτον τὸν πόλεμον ἐμβαίνει πολὺ καὶ ὁ Θεὸς βοηθός. Τοῦτο τὸ κάμνει διὰ σέκτρα μὲ τοὺς Ῥουμελιότας, νὰ τοὺς ἀποδείξῃ τὴν παλικαριὰ τῶν Μωραΐτων, καὶ ὅλοι τὸ θαυμάζουν, τὸ στοχάζονται φανερὰ τρέλλα.
Τῇ 30 Μαρτίου 1827
ὁ ἴδιος
Ὁ κ. Γενναῖος σᾶς ἀσπάζεται ὅλους. Δὲν ἔχει καιρὸν νὰ σὰς γράψῃ. Περικλείεται κατάλογος τῶν λειποτάκτων καὶ κάμετε τὸ πρεπούμενον τόσον εἰς αὐτούς, καθώς καὶ εἰς ὅλους ὁποῦ σᾶς γράφω. Ὁ Γέρος κατ’ αὐτὰς εἶναι αὐτοῦ καὶ θέλει σᾶς οἰκονομήσῃ ζαερέδες. Ὁ Γενναῖος ἀπὸ ἐδὼ τὶ νὰ σᾶς κάμῃ. Ὅμως μοῦ εἶπαν ἂν ἔχετε ἔλλειψιν πολλύ, ἀρχήσατε τὸ ἐντ[..]ριον παξιμάδι καὶ στέλλει τὸν Ἀναστάσην εἰς Ναύπλιον καὶ κάμνει καλήτερα παξιμάδια καὶ στέλλει αὐτοῦ.
[πλαγίως στὴν α΄ σελίδα:]
Τοὺς κυρίους δημογέροντας προσκυνῶ. Ἐξόχως τὸν διδάσκαλόν μου, τοῦ ὁποίου τὴν συγχώρησην διότι δὲν τοῦ γράφω ἰδιαιτέρως. ἀσπάζομαι καὶ τὸν ἀδελφὸν κὺρ Διαμαντήν.
[ἐπὶ τοῦ νώτου:]
Τὸ γράμμα νὰ τὸ ἀνοίξετε μὲ προσοχὴν διότι εἶναι ὅλον γραμμένον
[ἄλλο χέρι:]
ἀρ. 18
30 Μαρτίου 1827
ἐκ τοῦ στρατοπέδου Ἀθηνῶν
[Ἐπιγραφὴ διεύθυνσης:]
Πρὸς τὸν εὐγενέστατον κύριον Λάμπρον Ῥοϊλὸν καὶ πρὸς τὸν γενναιότατον κ. Βασίλειον Δημητρακόπουλον
Εἰς τὸ φρούριον Καρυταίνης
|