|
Κείμενο
|
|
Πρὸς τὴν Σ. Διοίκησιν
Ἀφοῦ ἐδυναμόσαμεν τὰς θέσεις τῆς Δυτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος μ’ ἀρκετὰ στρατεύματα, ὡς εἰς τὴν προλαβοῦσαν ἀναφορὰν μας τῆς 12 τοῦ ἐνεστῶτος ἀναφέραμεν· οὕτως λοιπὸν τὰ σουλιωτικὰ σώματα τοῦ Γ. Τζαβέλα, Δ. Ζέρβα, Λ. Βεϊκου καὶ λοιπά, ἀνεχώρισαν διὰ νὰ ἑνωθῶσι μὲ τὸν Σ(τρατηγὸν) Γ. Δράκον εἰς τὴν πολιορκίαν Σαλώνων· ἡμεῖς δὲ ἐκστρατεύσαντες διὰ Βελίτζαν, ἐπειδὴ ἐμάθαμεν ὅτι εἰς Τουρκοχώρι, ἦτον πολλοὶ ἐχθροὶ ἐστρατοπεδευμένοι, ἤτοι ὁ Ὁμέρπασιάς, ὁ Ὀσμὰν πασιάς, ὁ Γκέκας καὶ λοιποὶ μπέιδες, καὶ ἀγάδες συμποσούμενοι ἕως 6 χιλ(ιάδας), τρέχοντες λοιπὸν ἐμάθαμεν καθ’ ὁδόν, ὅτι οἱ ἐχθροὶ αὐτοὶ συκωθέντες ἀπὸ Τουρκοχώρι ἐκστράτευσαν διὰ Δαύλιαν τότε ἐπιταχύναμεν πλέον τὸν δρόμον μας, καὶ ἐπήγαμεν ὅσον τὸ ὀγληγορώτερον εἰς Βελίτζαν, ἐν ᾗ ἐπληροφορήθην ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἐπολιόρκησαν τοὺς ἰδικούς μας φυλάττοντας τὴν θέσιν τοῦ Δυστόμου, εἰς τὴν θέσιν αὐτὴν εἴχαμεν τὸν κ. Ν. Μπότζαρην, Γ. Μπαϊρακτάρην, Π, Κοσμᾶν, Σ. Γεωργάκη, Γεωργάκην, Ν. Κάσσαρη, Γ. Κίτζον, Κ. Δοῦκαν, Γ. Κουτζονίκαν, Χ. Κουτζονίκαν, Γιώτην Κοντακξῆ, Κ. Δημήτρην, Μπιρμπίλην τοῦ ἀρχηγοῦ Καραϊσκάκη, Λ. Ῥοΐζου, Δ. Φίλου, Β. Μποῦζγον, Μ. Τριανταφύλου, Ἀ Περγαντάν, Ἀ. Στεφάνου καὶ Γ. Στεφάνου, οἵτινες διὰ τῶν γενναίων των στρατιωτῶν, ἀντεστάθησαν ἡρωϊκῶς, καὶ μὲ ἀσύγκριτον καρτεροψυχίαν ἐναντίον τοῦ πολυαρίθμου ἐχθροῦ, διότι οἱ ἐχθροὶ ἀφοῦ ἐπολέμησαν διὰ τοῦ ἀκαταπαύστου κανονοβολισμοῦ, καὶ τῆς ψιλῆς φωτίας, εἰς μίαν ὁλόκληρον ἡμέραν, ἔκαμον εἰς τὴν ἐπαύριον εἰς τὴν 19 περὶ τοῦ γεύματος καὶ γενικὴν ἔφοδον διὰ νὰ κυριεύσουν τὸ χωρίον, καὶ ἑπομένως νὰ ἀποκλείσωσι τοὺς ἰδικούς μας, εἰς τοὺς 3 προκατασκευασμένους πύργους ὁποῦ εἶχον, καὶ μετ’ εὐκολίας ἔπειτα διὰ τοῦ συνεχοῦς κανονοβολισμοῦ νὰ τοὺς κυριεύσουν, καὶ ἀφοῦ ἐτελοσφοροῦσαν τοὺς σκοπούς των αὐτούς, ἐγένοντο τότε κύριοι καὶ τοῦ χωρίου Δυστόμου, καὶ τῆς Σκάλας, καὶ ἔμειναν πλέον τὰ στρατεύματα εἰς τὴν Σ. Ἑλλάδα ἀχρησίμευτα. Τόσον ἀναγκαῖα εἶναι λοιπὸν ἡ θέσις τοῦ Δυστόμου· | ἡ ἔφοδος αὔτη τῶν ἐχθρῶν ἦτον μία ἀπὸ τὰς ἀπαραδειγματίστους εἰς τὸν πόλεμόν μας, τόσον τοῦ πεζικοῦ, ὅσον καὶ τοῦ ἱππικοῦ, οἵτινες τυφλοῖς ὅμμασι καὶ μὲ τὸ ἀμέτ μουχαμέτι, ὥρμησαν κατὰ τῶν ἰδικῶν μας μὴ δειλιάσαντες ὁλοτελῶς τὸν θάνατον ὁποῦ ἐλάμβανον καὶ οὔτως μὲ τὸν ὁποῖον εἶχον ἐνθουσιασμὸν ἐμβῆκαν ἔνδον τοῦ χωρίου. Τότε λοιπὸν οἱ ἐδικοί μας ἀπεφάσισαν, καὶ αὐτοὶ ἐξ ἐναντίας τὸν θάνατὸν τους, καὶ ὡς λύκοι πλέον ὡρυόμενοι ἔτρεξαν κατ’ αὐτῶν, καὶ ἄλλους μέν ἐφώνευσαν ἀνιλεῶς, ἄλλους δὲ ἐν στόματι μαχαίρας ἀπέρασαν, καὶ τοὺς λοιποὺς τέλος πάντων ἔβαλον εἰς φυγήν, καὶ κυνηγώντας ὡς λαγοὺς πεφοβισμένους τοὺς ἐπῆγαν ἑως εἰς τὰ ὀχυρώματὰ των μὲ μεγάλην των καταισχύνην, εἰς τὴν μάχην αὐτήν, ἀπὸ μέν τοὺς ἐχθροὺς ἐφονεύθησαν ἕως 200, καὶ ἐπληγώθησαν ἕως 300 καὶ ἐπέκεινα, ἀπὸ δὲ τοὺς ἰδικοὺς μας, ἐπληγώθησαν, ὁ κ. Ν. Μπότζαρης, ὁ Ἀργύρης σημαιοφόρος τοῦ κ. Νότη, ὁ Ἀ Στέφανος, ὁ Σφερῆς, ἕνας τοῦ Δούκα Φύλλου, τρεῖς τοῦ Μπιρμπίλη, ἐφονεύθησαν καὶ δύο, ἕνας τοῦ Μπιρμπίλη, καὶ ὁ ἄλλος τοῦ Ἀ Περγαντᾶ, ἐπληγώθησαν καὶ ἕτεροι δύο μετὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Γενικοῦ Ἀρχηγοῦ. Ὁ πεισματώδης οὗτος πόλεμος διήρκεσε ὥρας δύο, καὶ ἀφοῦ ἄρχιζε νὰ παύῃ ἰδού ἔφθασεν εἰς βοήθειαν τῶν ἰδικῶν μας καὶ ὁ στρ. Γ. Δράκος, καὶ μετ’ αὐτὸν τὰ σουλιώτικα σώματα, ἀφίνοντας δὲ καὶ ἡμεῖς εἰς Βελίτζαν ὅλον τὸ ἱππικὸν μὲ τοὺς ἀχρήστους, καὶ ἱκανὴν φρουρὰν καὶ ἐκινήσαμεν πλέον πρὸς τὸ ἑσπέρας εἰς τὸ γελέκι, καὶ διὰ νυκτὸς ἀπεράσαμεν ἀπὸ Δαύλιαν σκοπεύοντας νὰ ἐπιπέσωμεν εἰς τὰς σκηνὰς τοῦ ἐχθροῦ. Τὴν στερεὰν αὐτὴν ἀπόφασίν μας τὴν ἀνηγκείλαμε διὰ τινὸς ἀπεσταλμένου, καὶ πρὸς τοὺς ἐν Δυστόμῳ ἀδελφούς μας, πλὴν ὁ πεζὸς φοβηθείς δέν ἔφερε πρὸς αὐτοὺς [τό] γράμμα μας, διὰ νὰ τοὺς κτυπήσωμεν συγχρόνως. Ἡμεῖς μὴν [ἀμ]φιβάλοντες, ὅτι ὁ ἀπεσταλμένος μας δέν εἰδοποίησε τοὺς ἀνωτέρω ἀδελφούς μας, ἀλλὰ πρὸς τὰς 9 τῆς νυκτὸς 20 τοῦ τρέχοντος, ἐφθάσαμεν ἀπέναντι τῶν ἐχθρῶν καὶ τῶν ἰδικῶν μας, καὶ ἐτοιμασθέντες διὰ τὴν μάχην ὡρμήσαμε κατὰ τῶν ἐχθρῶν, τοὺς ὁποίους καὶ ἐλειποτακτίσαμε, καὶ πλέον ἀπὸ τὰς σκηνὰς τους μέσα ἐμβήκαμεν εἰς τὸ Δύστομον. |
Σ(εβαστὴ) Δοίκησις, ἡ ἐσχάτη ἐλπὶς τοῦ ὑπερηφάνου Κιουταχῆ, εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦτο, τὸ ὁποῖον ὅταν ἡμεῖς τὸ ἀφανήσωμε τότε καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ ἀπελπισθεῖ, διὰ τοῦτο ἐμετακαλέσαμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα στρατεύματά μας διὰ νὰ πιάσουν τὰς ἀναγκαίας θέσεις, ὥστε οἱ πολιορκηταἰ μας νὰ μείνουν πολιορκημένοι, καὶ ἄμποτες ἡ βοήθεια τοῦ ὑψίστου, καὶ ἡ εὐχὴ τῆς Σ. Διοικήσεως νὰ μᾶς ἐνισχύσῃ διὰ νὰ ἐξολοθρεύσομε καὶ αὐτούς, ὡσὰν τὸν Κιαχαγιάμπεϊν καὶ Μουσταφάμπεϊν. Χρεωστοῦμεν ὅμως νὰ παῤῥισιάσωμεν πρὸς τὴν Σ. Διοίκησιν, ὅτι άπὸ τὰς ἐπὶ νῦν πεμπομένας τροφάς, ὀλίγα στρατεύματα ἐζωοτροφήθησαν καὶ μόλις ἠμποροῦμε νὰ ἀπεράσωμεν ἀκόμη τὸ πολύ 2 ἡμέρας, ὅθε<ν> ὡς ἀναγκαιότατος οὗτος ὁ πόλεμος, εἰς τὴν νίκην τοῦ ὁποίου κρέμαται ἡ σωτηρία τῆς πολυπαθοὺς Ἑλλάδος, παρακαλεῖται θερμῶς ἡ Σ. Διοίκησις νὰ ἐπιμεληθῇ ὡς μήτηρ φιλόστοργος μὲ ὅλην τὴν δυνατὴν δραστηριότητα ὥστε τὰ ἀδύνατα νὰ γίνουν δυνατά, καὶ νὰ μᾶς προβλέψῃ ὅσον τάχος μὲ τὰς ἀναγκαίας τροφάς, γνωρίζομεν Σ. Διοίκησις, ὅτι τὰς ἄλλας κακουχίας τὰς ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος, τὴν δὲ πείναν δέν δύναται ὅτι ἡ βία της εἶναι ἀκαταμάχητος, διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐξαποστέλλομεν ἐπὶ ταυτοῦ τὸν κύριον Ἰω. Σοῦτζον, ὁποῦ διὰ τοῦ ἰδίου νὰ μᾶς προφθάσῃτε μὲ τὰς τροφάς, καὶ μίαν ὥραν ἀρχήτερα, ἐπειδὴ τῆς πείνας τὰ ἀποτελέσματα τἀ ἠξεύρομεν καὶ ἀλλοίμονον τότε εἶναι ὁ χαμὸς μας, ἐν ᾧ ἠμποροῦμεν νὰ ἔχομεν τὴν νίκην εἰς τὰς χεῖρας, ἐπαναλαμβάνομεν πάλιν καὶ παρακαλοῦμε Σ. Διοίκησις δι’ ὄνομα Θεοῦ δι’ ἀγάπην τῆς Πατρίδος, τὰς τροφάς, τὰς τροφὰς νὰ μὴν τὰς χρονοτριβήσητε διόλου, ἀλλὰ ὅσον τὸ ὀγληγορώτερον νὰ σταλθῶσι διὰ νὰ δοξασθῇ καὶ ὁ τόπος οὗτος τοῦ Δυστόμου, καὶ νὰ βαφῇ [μέ] τὸ αἷμα τῶν ἐχθρῶν. Παρακαλεῖται ἡ Σ. Διοίκησις νὰ παρακι[νήσῃ] καὶ τὸν κύριον Μπαλλῆν διὰ νὰ μᾶς προφθάσῃ μὲ τὰς τροφάς.
Ἀναφέρομεν προσέτι πρὸς τὴν Σ. Διοίκησιν, ὅτι εἶναι ὠφελιμώτερον πρᾶγμα, τὰ εἰς Ἐλευσῖνα στρατιωτικὰ σώματα νὰ διορισθῶσι νὰ ὑπάγωσι παρεμπρός, ὥστε νὰ προξενοῦσι κἄποια βλάβην τοῦ ἐχθροῦ, ἕως νὰ ἡμπορέσωμεν καὶ ἡμεῖς νά| ἐξολοθρεύσωμεν τὸ στρατόπεδον τοῦτο, καὶ ἑπομένως μὲ ἀρκετὰ στρατεύματα προφθάνομεν καὶ ἡμεῖς ἀμέσως, συγχρόνως μὲ τὰς τροφὰς νὰ μᾶς ἐξαποστείλητε καὶ τζιμπιχανέ, ὁτι τὸν καίωμεν εἰς τὸν πόλεμον καὶ ὄχι ματαίως, ὡσαύτως καὶ κριθάρι διὰ τὸ ἱππικόν, ὅτι δέν ἔχομεν οὔτε κλονί.
τῇ 21 Ἰανουρ. 1827 Δύστομον
ὁ εὐπειθεὶς πατριώτης
Καραϊσκάκης
Ἷσον καὶ ἀπαράλλακτον τοῦ πρωτοτύπου
τῇ 26 Ἰανουρ. 1827, ἐν Αἰγίνῃ
ὁ Γεν. Γραμμ. τῆς Δ. Ε. τῆς Ἑλλ.
(Τ.Σ.) ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΛΛ.
[πλαγίως, ἄλλο χέρι:]
Ἀντίγραφον
Καραϊσκάκης πρός τήν Διοίκησιν
Τῇ 21 Ἰανουαρίου 1827 Δύστομον
|