|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Γοράνοι, 17 Ιουνίου 1825
Επιστολή του Γιωργάκη Γιατράκου προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με την οποία τον ενημερώνει για τα γεγονότα στη μάχη της Τραμπάλας (6-7 Ιουνίου 1825). Στη μάχη ο Γ. Γιατράκος τραυματίστηκε σοβαρά στη σιαγόνα (βλ. Αθ. Φωτόπουλος, Οι Γιατράκοι, τ. 1, σ. 229) και γι’ αυτό το λόγο αποστέλλει την επιστολή με καθυστέρηση. Ο Γιατράκος διαμαρτύρεται έντονα προς τον Θεόδ. Κολοκοτρώνη και απορρίπτει τις αιτιάσεις ότι άφησε αβοήθητο τον Γενναίο. Αποδέχεται ότι η Λακεδαιμονία δεν στρατεύθηκε στο βαθμό που θα έπρεπε, αλλά θεωρεί ότι ο ίδιος και οι δικοί του άνθρωποι έπραξαν το καθήκον τους. Τον καλεί να αναλάβει τις ευθύνες στρατολογίας των επαρχιών, αφού είναι αρχηγός και τον ίδιο να τον θεωρεί «αποθαμένον» λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του.
|
|
Κείμενο
|
|
Ἐξοχώτατε ἀδελφέ!
Ἀφ’ ἧς ἐπληγώθην ἤθελον νὰ σᾶς περιγράψω λεπτομερῶς τὰ κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν συμβάντα, ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ ὁμιλήσω, οὔτε κἂν νὰ συλλογισθῶ διὰ τὸ νὰ ἤμην κατεζαλισμένος ἀπὸ τὴν λαβωματίαν, ἡ ὁποία μόλις σήμερον ἤρχισε ν’ ἀναλαμβάνῃ· διὰ τοῦτο ἐμποδίσθην, καὶ ἤδη μετὰ βίας μεγάλης ἐπρόφερα μερικὰ μὲ διακεκομμένην φωνὴν καὶ μὲ νοήματα εἰς τὸν γραμματικόν μοι διὰ νὰ σᾶς σημειώσῃ εἰς τοῦτο μοι τὸ ἀδελφικὸν ὅσα πρὸ ἡμερῶν δὲν ἠδυνήθην. Ὁπόταν ἀδελφέ, οἱ ἐχθροὶ ἔφθασαν εἰς Μπολιάνας, καὶ ὥρμησαν ἐναντίον τοῦ υἱοῦ σας κ. Γενναίου ὄντος ἐσφαλισμένου μετὰ τῶν Καρυτινῶν εἰς τὸ ἐκεῖ ταμπούριον του, ἀμέσως παρέλαβον τοὺς ὅσους στρατιώτας εἶχον τότε ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν μοι καὶ ἔτρεξα διὰ νὰ προφθάσω εἰς βοήθειάν του, ἀλλὰ κατ’ ἀτυχίαν συνηπαντήθην μὲ μίαν κολόναν ἐχθρικήν, καὶ πολεμήσας ἀρκετὰ μὲ αὐτὴν ἐπληγώθην, διὰ τὸ νὰ ἐτζακίσθησαν τὰ ὄπισθεν μοι ταμπούρια, καὶ μὲ ἄφησαν μὲ πολλὰ ὀλίγους ὥστε ἐκινδύνευσα νὰ συλληφθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ἀλλὰ τίς ἡ ὡφέλεια; Ἡ ἐξοχότης σας κοντὰ εἰς τὴν Λακεδαιμονίαν πρετεστάρετε ἐμὲ καὶ ἐκεῖνους ὅσοι μὲ ἠκολούθησαν ἀποφασιστικὰ διὰ ν’ ἀποθάνουν, ἀλλὰ νὰ δωθῆ βοήθεια εἰς τὸν υἱόν σας καὶ Καρυτινούς. Τὸ νὰ πρετεστάρετε τὴν Λακεδαιμονίαν ἔχετε δίκαιον, δι’ ὅτι δὲν ἔκαμε τὸ χρέος της· ἀλλ’ ἐμὲ καὶ τοὺς συνακολουθήσαντας με δὲν ἔχετε μοι φαίνεται, δι’ ὅτι ἔτρεξα ἀμέσως καὶ μ’ ὅλον ὅτι ἀπήντησα ἀνθίστασιν ἀπὸ τὴν ἐχθρικὴν κολόναν, ὥρμησα ἐν τῷ μέσω της καὶ τὴν ἐτζάκισα μίαν καὶ δύω, διὰ νὰ δώσω βοήθειαν εἰς τὸν υἱόν σας καὶ Καρυτινούς, καὶ ἐκ τούτου ἐκινδύνευσα καὶ κινδυνεύω ἄχρι σήμερον. Ἀνίσως δὲν ἤθελε τζακισθοῦν τὰ ὄπισθεν μοι ταμπούρια καὶ νὰ μὲ ἀφήσουν μονάχον, βέβαια καὶ τὸν ἐχθρὸν ἤθελε χαλάσω, καὶ βοήθειαν ἤθελε δώσω εἰς τὸν υἱόν σας, καὶ δὲν ἤθελε πάθω τὴν παραμικράν βλάβην. Ἡμεῖς ἠξεύρετε πολλὰ καλά, ὅτι δὲν εἴμεθα συνηθισμένοι, εἰς τὸ νὰ μὴν δίδωμεν βοήθειαν, καθ’ ὃν καιρὸν ὁ ἄλλος ὅποιος δήποτε πολεμεῖ μὲ τὸν ἐχθρό. Τὸ προτέστον ἐκεῖνο πόσον μ’ ἐπήραξεν εὐκόλως ἠμπορεῖτε νὰ τὸ ἐννοήσετε. Ἀποφασίζω καὶ θυσιάζω τὴν ζωήν μου, διὰ νὰ προφθάσω εἰς βοήθειαν, καὶ νὰ βλέπω τὸ ἐναντίον. Ὑπομονή. Ἐγώ κοίτομαι σήμερον ἐλεεινῶς, καὶ κινδυνεύω δι’ ὅτι ἔτρεξα νὰ κάμω | τὸ χρέος μου, καὶ ἀντὶ ν’ ἀκούω εὐχαρίστησιν, κατηγορίας, νὰ κηρύττωμαι ὡς ἐγκληματίας, τοῦτο κᾀνένας εὐαίσθητος δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ ὑποφέρῃ· ἔπρεπε πρῶτον νὰ πληροφορηθῆτε ποῖος δὲν ἔτρεξεν εἰς βοήθειαν τοῦ υἱοῦ σας, καὶ ἑπομένως νὰ γράψητε εἴτε κατηγορίας, εἴτε ἐπαίνους. Ἐγώ ἀδελφέ, μίαν ζωὴν εἶχον· ἰδού τὴν ἐθυσίασα· καὶ ἂν ζῶ κατὰ τὴν ὥραν, ζῶ χωρίς νὰ θέλω, δι’ ὅτι τέτοιαν ζωὴν μὲ τέτοιον χάλι, βέβαια εἶναι περιττὴ εἰς ἐμένα καὶ ἂς λείπῃ· μένει τώρα ἀδελφέ μοι νὰ τρέξουν ὅσοι τῶν ἀδελφῶν μοι ἐναπέμειναν, διὰ νὰ θυσιασθῶσιν καὶ αὐτοὶ κάμνοντες τὰ πρὸς τὴν Πατρίδα χρέη των, διὰ νὰ τελειώσωμεν ὅλοι νὰ γλυτώσωμεν ἀπὸ τὰ βάσανα. Ἠξεύρετε πόσα ἐδοκιμάζομεν διὰ νὰ ἐκκινοῦμεν τὴν ἐπαρχείαν ταύτην, καὶ μ’ ὅλον τοῦτο εὐχαρίστησιν κᾀμμίαν δὲν ἐδώσαμεν καὶ ὁ καθείς ὅ,τι φθάνει λέγει ἐναντίον μας. Ὅθεν ἀδελφέ, εἶσθε ἀρχηγὸς καὶ κάμετε εἰς κάθε ἐπαρχίαν ἐκεῖνο ὁποῦ γνωρίζετε ἀναγκαῖον. Ἂν ἤμην εἰς καλὴν κατάστασιν βέβαια δὲν ἤθελεν ἀποχωρισθῶ ἀπὸ κοντά σας, τώρα ὅμως γράψατε μοι ὡς ἀποθαμμένον, καὶ μένω μ’ ὅλην τὴν ἀδελφικὴν εἰλικρίνειαν.
ὁ ἀδελφός
γιοργάκης Γιατράκος
Τῇ 17 Ἰουνίου 1825
Γοράνοι
Τὸν ἐξοχώτατον στρατηγὸν κύριον Κανέλλον Δελιγιάννην, καὶ λοιποὺς ἀδελφοὺς ἀσπάζωμαι.
[Ἐπὶ τοῦ νώτου:]
1825
Γ. Γιατρακος
|