|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
[Καλάβρυτα;], 14 Ιουνίου 1825
Επιστολή του Σωτήριου Χαραλάμπη προς άδηλους παραλήπτες, με την οποία μεταφέρει πληροφορίες για την έξοδο των Οθωμανών από το φρούριο των Πατρών και την κατάληψη της Βοστίτσας (Αιγίου). Οι πληροφορίες έφτασαν στον Σ. Χαραλάμπη από τον «κὺρ Ἀσιμάκη ἐκ Κερπινῆς», δηλαδή τον Ασημάκη Ζαΐμη, και από το Διακοφτό. Οι Οθωμανοί πέρασαν από το ταμπούρι στο Βαθύ (στενό πέρασμα του παράλιου δρόμου μεταξύ Πάτρας και Αιγίου κοντά στο σημ. χωριό Ψαθόπυργος, βλ. Κ. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν Πατρών, σ. 86), κατευθύνθηκαν στη Βοστίτσα και προχώρησαν σε λεηλασίες και καταστροφές (για τη λεηλασία της Βοστίτσας βλ. και Σπ. Τρικούπης, Ιστορία, τ. 3, σ. 167). Ο επιστολογράφος ακόμη δίνει πληροφορίες για τις κινήσεις του Δημήτρη Μελετόπουλου, που κατέφυγε με τους στρατιώτες του στη Μονή Ταξιαρχών, και για τον Ασημάκη Ζαΐμη ο οποίος παρακινούσε «τοὺς χωριανούς του καὶ τὰ πέριξ χωρία νὰ εὔγουν ὁπλοφόροι». Σε συναισθηματική φόρτιση, ο Σ. Χαραλάμπης διεκτραγωδεί την κατάσταση στην περιοχή, δηλώνοντας πως ήταν «πλέον σαστισμένοι, ὅσοι εὑρισκόμεθα ἐδώ, τὶ νὰ κάμωμεν δέν ἠξεύρωμεν» και εκφράζει τον φόβο του για την εξέλιξη των γεγονότων. Από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι η επιστολή συντάχθηκε στα Καλάβρυτα.
|
|
Κείμενο
|
|
Εὐγενέστατοι κύριοι!
Σήμερον πρὸ τὰς ὀκτὼ ἀπὸ γράμμα τοῦ ἀδελφοῦ κὺρ Ἀσιμάκη ἐκ Κερπινῆς, καὶ ἀπὸ μέρους Διακοπτοῦ ἐπληρο<φο>ρήθημεν ὅτι οἱ ἐν Πάτραις ἐχθροί, σίμερης πρὸς τὰ ξυμερόματα διὰ θαλάσσης, καὶ διὰ ξηρᾶς, ὡς λέγουν ἔσχισαν τὸ ταμπούρι ἀπὸ τὸ λεγόμενον Βαθύ, καὶ ἔφθασαν εἰς Βοστίτζαν· ἐξαίφνης ἔλαβον τὴν εἴδησιν οἱ εὑρισκόμενοι εἰς Βοστίτζαν Χριστιανοί, καὶ ὅσοι ἠμπόρεσαν ἐτραβήχθησαν, καὶ μερικοὶ μικρᾶς καταστάσεως ἄνθρωποι αἰχμαλωτίσθησαν παρὰ τῶν ἐχθρῶν, ὁ δέ στρατηγὸς Μελετόπουλος μέ τοὺς εὑρισκομένους ἀνθρώπους του ἐτραβήχθησαν εἰς Ταξιάρχην. Λέγουν ὅτι ἔγιναν τρεῖς κολόνες οἱ ἐχθροί, μάληστα οἱ καβαλαραίοι ἔπεσαν εἰς τὸν κάμπο, ἔκαψαν θεμονιαῖς, βεβαιότητα σωστὴν δέν ἔχωμεν. Τόσον μόνον εἶναι ἀληθὲς ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἦλθον εἰς Βοστίτζα, πόσοι ὅμως ἄδηλον. Ὁ ἀδελφὸς κὺρ Ἀσιμάκης ἦτον εὐγαλμένος χθὲς ἀπὸ ἐδὼ διὰ Κερπινήν, διὰ νὰ παρακινήσῃ τοὺς χωριανούς του καὶ τὰ πέριξ χωρία νὰ εὔγουν οἱ ὁπλοφόροι νὰ ὑπάγουν κατὰ τὸ μέρος τοῦ Νεζεροῦ· ἔστρεψαν κατὰ τὸ μέρος τῆς Μαμουσάς· ἐγράψαμεν κατὰ τὸ μέρος τῆς Κλουκίνας νὰ εὔγουν ὅσοι ὁπλοφόροι εἶναι νὰ στείλουν νὰ προφθάσουν, καὶ ἐκείνους ὁποῦ εὐγεῖκαν μέ τὸν υἱόν μου Ἀναστάσιον νὰ ὀπισθοδρομήσουν, πλὴν αὐτοὶ στοχαζόμεθα νὰ ἐτράβηξαν ἀπόψε ἕως Λικούριαν. Στοχασθεῖτε λοιπὸν εἰς τὶ εὑρέθησαν, καὶ ὅτι ἂν κινήσουν διὰ τὰ ἐδὼ δέν θέλει λάβουν ἀνθίστασιν, καὶ ὁ Θεὸς γένοιτο ἵλεος· σᾶς δίδωμεν λοιπὸν αὐτὴν τὴν πικρὰν εἴδησιν διὰ νὰ ἠξεύρετε. Ἡμεῖς πλέον σαστισμένοι, ὅσοι εὑρισκόμεθα ἐδώ, τὶ νὰ κάμωμεν δέν ἠξεύρωμεν, ἡ εὐγενεία σας εἶσθε αὐτοῦ, οἱ στρατιώταις μαζύ σας, ἡμεῖς πλέον ἐδὼ μόνοι, οἱ ἐχθροὶ μας τέσσαρες ὥρες ἀλάργα, τὸ τὶ μέλει γ[ε]νέσθαι εἰς ἡμᾶς κύριος οἶδεν. Λάβεται ὅμως τ[ὴν εἴ]δησιν διὰ πληροφορίαν σας. Ταῦτα καὶ μένω.
Τῇ 14 Ἰουνίου, ἡ ὥρα εἰς τὰς 11.
Σωτήριος Χαραλάμπη
|