|
Κείμενο
|
|
Ἐξοχότατε ἀδελφέ,
Προλαβόντως εὐρισκόμενοι εἰς Ψάρι, μᾶς ἔγραψαν δύω καὶ τρεῖς οἱ ἐν Ζούρτζα κύριοι Γρηγοριάδης, καὶ λοιποί, ὅτι νὰ ἀπεράσωμεν ἐκεῖ ὑποπτευόμενοι μήπως ὁ ἐχθρὸς κινηθῆ δι’ ἐκεῖ, καὶ ἡ θέσεις των ἥττον ἀδύνατος· ἀμέσως ἐξεκινήσαμεν καὶ ἐπήγαμεν, ἐμείναμεν ἐκεῖ μίαν ἡμέραν νὰ οἰκονομίσωμεν τὰ ἀναγκαία· ἀπ’ ἐκεῖ ἔγραψα τοῦ κ. Μουσκούλα καὶ ἔβαλεν καὶ ἄνοιξαν τὴν μπούκα, ἔκοψαν τὰ πεύκα, ἀσφάλησεν τὸν δρόμον, ἔμεινεν ἐκεῖ μὲ 500 στρατιώτας· ἐμάθαν ὅτι εἰς Ἀγουλινήτζαν ἔφθασεν ὁ γραματικὸς Κωσταντάκις τοῦ κυρίου Σισίνη μὲ 600 στρατιώτας, ἔγραψα τοῦ κ. Μουσκούλα νὰ τὸν ἀλεικονδίσῃ ἐκεῖ, διὰ νὰ εἶναι ὀχυρωμένη ἡ θέσις ἐκεῖνη. Ἐν ταυτῷ βλέπῳ νὰ μὲ γράφῃ ὁ κ. Γεναίος τρεῖς καὶ τέσσερας φοραίς βιαζοντάς με νὰ προφθάσῳ, βλέποντας καὶ ἐγὼ ὅτι εἰς Ἀρκαδιαν Τούρκοι δέν ἔμειναν, ἀμέσως ἐξεκίνησα, καὶ σήμερον ἔφθασα ἐδὼ μὲ ὅλον τὸ σῶμα μου, ὡς καὶ πρὸ πέντε ὥρας σᾶς ἔγραφον, [[μέ]] ὁποῦ συμποσοῦμεθα ἰντζίρκα ὀκτακόσιοι Καρυτινοί, οἱ Φαναρίται ἕως τριακόσιοι, ἢ τριακόσιοι πενήντα εὑρίσκονται εἰς Σύργγι, ὁ κύριος Γρηγοριάδης μὲ Ἀρκαδίους [[εὑρισκ]] ἀκολουθεῖ κατόπι μας, ὁ στρατιγὸς Μήτρος, καὶ κ. Γιανάκης Κρίτζιαλης εἰς Ψάρι, ὁ ἀριθμὸς των ἄδηλος. Αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἔλαβον καὶ τὸ σήμερον γραμένον σας ἀπὸ Ἵσαρι, τὰ γραφθέντα σας καλῶς ἔγνων, ἐγὼ ὡς καὶ πρὸ πέντε ὥρας σᾶς ἔγραφον μέσον τοῦ μπάρμπα Μήτρου, καὶ βλέπῳ ὅτι δέν ἐλάβαται τὸ γράμα μου, διὰ τοῦτῳ παρακαλῷ ἀμέσως νὰ μὲ εἰδεάσητε εἰς ποίον μέρος νὰ ἀκολουθήσῳ πρὸς ὁδιγήαν μου. Εἶχον μεγάλην εὐχαρίστησιν ὅμως διὰ νὰ σᾶς ἀνταμῶσῳ· ἐν τοσοῦτῳ μένῳ μὲ τὴν ἀδελφικὴν ἀγάπην.
Τῇ αῃ Ἰουννίου 1825, Γαράντζα
ὁ ἀδελφὸς
δημητρακης πλαπουτας
Οἱ καπετανέοι καὶ στρατιώται ὅλοι σᾶς προσκυνοῦν.
Ἡ ὥρα 12 τῆς ἡμέρας.
[Ἐπιγραφὴ διεύθυνσης:]
Τῷ ἐξοχοτάτῳ στρατιγῷ κυρίῳ Θεοδώρῳ Κολοκοτρόνῃ, ἀρχηγῷ τοῦ στρατοῦ
Εἰς ὅθεν εἶ
[Ἐπὶ τοῦ νώτου:]
Ἰουνίου Α
Δημητράκης Πλαπούτας
|