|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Δημητσάνα, 30 Μαΐου 1825
Επιστολή του Κανέλλου Δεληγιάννη προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με την οποία του εξηγεί την αργοπορημένη εμφάνισή του με στρατεύματα στη Δημητσάνα. Η αργοπορία του οφείλεται σε προβλήματα που αντιμετώπισε ο απεσταλμένος του Νικολάκης (Δεληγιάννης) να στρατολογήσει άνδρες στα χωριά της Περα Μεριάς της επαρχίας Καρύταινας. Στο έγγραφο αναφέρονται οι Γεώργης Τερζής, γερο-Θεοδωράκης και Αργύρης ως πρόσωπα που παρεμπόδισαν τον Νικολάκη και αναχώρησαν με 50 άνδρες προς την περιοχή της Λιοδώρας για να εμποδίσουν τη στρατολογία. Λιγότερες δυσκολίες φαίνεται ότι συνάντησε ο τρίτος των αδελφών, Δημητράκης (Δεληγιάννης), ο οποίος στρατολόγησε «εἰς ταῖς Ἄκοβαις» διακόσιους στρατιώτες. Τώρα, όλοι μαζί κατευθύνονται στον «Κάμπον, της Καρύταινας» για να ενταχθούν στις δυνάμεις του Θεοδ. Κολοκοτρώνη. Τονίζει ότι άφησε τον Νικολάκη Δεληγιάννη με 30 Αρβανίτες να «βάλῃ φοτ͜ιὰ καὶ τζεκούρι» σε χωριά της περιοχής προκειμένου να τους αναγκάσει σε στράτευση. Ενδιαφέρουσα η χρήση από τον Κανέλλο Δεληγιάννη της φράσης αυτής η οποία αποδίδεται στον Θεοδ. Κολοκοτρώνη. Φαίνεται ότι ήταν μια κοινολεκτούμενη έκφραση που αντιστοιχούσε στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου της εποχής.
|
|
Κείμενο
|
|
Ἐξοχότατε ἀδελφέ!
Πρὸς τὴν μίαν ὥραν τῆς νυκτὸς ἔλαβον τὸ ἀδελφικόν σου, καὶ εἶδον τὰ ἐν αὐτῷ. Ἐχάρην διὰ τὸν εἰς τὰ αὐτόθι αἴσιον ἐρχομόν σου, ἐλειπήθην δὲ διὰ τὰ εἰς Καλαμάτα συμβάντα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ἀπόψε πρὸς τὸ ἐσπέρας, ἦλθον καὶ ἐγὼ ἐδώ. Ἡ ἀργοπορία μου ἕως σήμερον ἐστάθη ταῦτη. Εἶχα στήλει τὸν Νηκολάκι εἰς τὴν Πέρα Μεριά, μὲ ἑκατὸ στρατιώτας Λαγκαδινούς, διὰ νὰ εὐγάλῃ τοὺς ἐκεῖ στρατιώτας, καὶ μὲ τὸ νὰ ἔγεινε τὸ ἐμπόδιον τῆς ἐξαγωγῆς αὐτῶν, ἀπὸ τὸν Γεώργη Τερζή [[καί]] γερὸ Θεοδωράκι καὶ Ἀργύρι, καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ τοὺς ἔστειλλα τὸ γράμμα τῆς ἐξοχοτητό σου, δέν ἠθέλησαν νὰ πεισθοῦν, ἀλλὰ ἐπῆραν ἕως πενήντα στρατιῶτας, καὶ ἐμίσευσαν διὰ τὸ μέρος τῆς Λιοδώρας. Ἔκαμαν τεμπίχει καὶ εἰς τὰ χωρία τους, ὁποῦ νὰ μὴν ἀκολουθήσουν οἱ στρατιῶται μὲ ἡμᾶς, ἀλλὰ νὰ μείνουν ἐκεῖ. Ὁ Νικολάκης καὶ διὰ νὰ μὴν τοὺς δώσῃ αἰτίαν καὶ στοχασθοῦν ὅτι ἡμεῖς ἔχομεν ἀντιπάθιαν, καὶ θέλωμεν νὰ κάμωμεν ἐκδίκησιν, δέν ἐμεταχειρίσθη μήτε βίαν μήτε ἄλλον τρόπον, ἀλλὰ ὅσοι ἠθέλησαν αὐτοπροερέτως τὸν ἠκολούθησαν, ἕως δυακόσιοι εἴκοσι, τοὺς ἐπῆρε καὶ ἦλθε εἰς ταῖς Ἄκοβαις, ὁποῦ εἶχε καὶ ὁ Δημητράκης τοὺς λοιποὺς Ἀκοβήτας συναγμένους σχεδὸν ἄλλους τόσους, καὶ | ἐξεκίνησε μὲ ὅλους, καὶ αὔριον ἕως τὸ μεσημέρι εἶναι εἰς τὸν κάμπον τῆς Καρίτενας. Αὔριον ξεκινῶ καὶ ἐγὼ ἀπ’ ἐδὼ μὲ τοὺς Λαγκαδίνους καὶ ἄλλους, καὶ διευθυνόμεθα εἰς τὸν κάμπον, καὶ μὲ τὴν σύν Θεῷ ἀταμοσήν μας, πληροφωρήσε τὰ αἴτια τῆς ἀργοπορίας μου, καθότι οἱ ἄνθρωποι τούτου τοῦ μέρους, εὑρίσκονται εἰς ἄκραν ἀψηφησίαν, ἀπὸ πάθη μερικῶν, καὶ τόσον τους μέλλει ἄν κινδυνεύῃ ἡ Πατρίς. Ἄφησα τὸν Νικολάκι ὁπίσω σήμερον μὲ κάμια τριανταριὰ Ἀλβανήτας, διὰ νὰ εὔγῃ νὰ τὸ πιάσῃ ἀπὸ τὸ Βαλτεσινίκω ἕως τὴν Νεμούτα καὶ Ἄκοβες νὰ βάλλῃ φοτ͜ιὰ καὶ τζεκούρη νὰ τοὺς ξεκινήσῃ ὅλους ἁρματομένους καὶ ξαρμάτοτους, τὰ ὅσα βάσανα ἐδοκίμασα μὲ τὸν ἐρχομὸν μου τὰ πληροφωρήσε καὶ δέν μπερτολογῶ, ἀλλὰ μένω.
ὁ ἀδελφός
Κανέλλος Δηλιγιάνη
Μαΐου 30
Δημητζάνα
[Ἐπὶ τοῦ νώτου:]
Κανέλος Δελιγιάννης
Μαΐου 30
|