|
Κείμενο
|
|
Ἐκλαμπρότατε κύριε
Ὁ Γεναῖος ἔρχεται, μὲ τὸν ὁποῖον ὁμίλησα ὅσα ἠξεύρω νὰ σᾶς εἰπῆ. Λάβετε καὶ τὰ ὁποῖα μὲ ἦλθον ἐκ τῆς Ζακύνθου γράμματα, καὶ ἀφ’ οὗ τὰ άναγνώσεται, μὲ τὰ στέλλεται ὀπίσω. Εἰς τὸ τοῦ Μιαούλη ὁποῦ βλέπεται ὅτι λέγουν νὰ ἰδῶ, ἄλλο τὶ δὲν περιείχετο εἰμή συμβουλαὶ καὶ παρακινήσεις εἰς τὸ νὰ πολεμήσωμε τὸν ἐχθρόν. Φαίνεται ἐξ’ αὐτῶν πάντων ὅτι τὸ πράγμα μένει εἰς τὰς ἐδικάς μας δυνάμεις. Ἂς μὴν ἀπελπισθῶμεν λοιπὸν ὅτι καὶ ὁ ἐχθρὸς δὲν εἶναι τόσον δυνατός, καὶ δὲν θέλει μένομεν ἐγκαταλελειμένοι εἰς τὸ ὕστερον. Ἀλεύρι οἰκονομήθη εἴκοσι χιλιάδες ὀκάδες καθὼς θὰ σᾶς εἰπῆ ὁ Γεναῖος, ἐκ τοῦ ὁποῖου σᾶς ἐστάλη χθές χίλιες ὀκ. Φρόντισον νὰ στείλῃς ζῶα διὰ νὰ σᾶς ἔλθῃ καὶ τὸ ἄλλο. Μὲ γράφεις νὰ μή κοιμώμεθα, καλὸν εἶναι οὔτε ἡμεῖς νὰ κοιμώμεθα, οὔτε ἡ ἐκλαμπρότης σου. Ἐνέργησον [...] ζώσου τὴν ῥομφαίαν τῆς ἀποφάσεως καὶ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἡ νίκη εἶναι ἐδική μας. Ταῦτα. 1826 Μαΐου 12, Ναύπλοιον.
ὁ ἀδελφὸς
ἀνδρέας ζαήμης
Κᾀνένα νέον δὲν ἔχω. Ἀπὸ τὴν Σύραν ὅλον ἕνα ἐξακολουθεῖ νὰ λέγεται ὁ πόλεμος τῆς Ῥωσσίας ὡς ἄφευκτος. Περὶ ὅσων γράφει ὁ στρατηγὸς Λόντος διὰ τὴν ἀπὸ τὸ ἀντίπερα μετάβασιν τῶν Ἀλβανῶν εἰς τὴν Πελοπόννησον, στοχάζομαι ὅτι δὲν εἶναι ἀληθινόν, ἐπειδή καθ’ ἃς ἔχομεν ἀπὸ τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα πληροφορίας ὁ Κιουταχῆς ἀπέρασεν εἰς Ἄρταν, καὶ πρὸς τὸ παρὸν δὲν εἶναι τόσον εὔκολον νὰ ἀπεράσουν εἰς τὴν Πελοπόννησον Ἀλβανοί. Οὕτω στοχάζομαι τουλάχιστον.
Λάβετε τὰ ὁποῖα ταύτην τὴν στιγμὴν μὲ ἦλθον ἀπὸ τὸν Κολιόπουλον γράμματα.
[ἐπὶ τοῦ νώτου, ἄλλο χέρι:]
Ἀνδρέας Ζαήμης
Ναύπληον 12 Μαΐου
Μπουγιάτη 12 ἐλήφθη
ἀπόκρισιν εἰς τὰς 13
|