|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Κεφαλονιά, 17 Μαρτίου 1825
Επιστολή του Νεόφυτου Βάμβα προς τον Νικήτα Σταματελόπουλο με την οποία εκφράζει τη λύπη του γιατί «εγέλασαν» τον παραλήπτη οι μη κατονομαζόμενοι «πλάνοι», αλλά προφανώς οι Ανδρ. Λόντος και Ανδρ. Ζαΐμης που είχαν καταφύγει μαζί του αρχικά στη Στερεά Ελλάδα. Το περιεχόμενο της παρούσας αφορά τον εμφύλιο πόλεμο που είχε λήξει εις βάρος της παράταξης Θ. Κολοκοτρώνη και ο Νικ. Σταματαλόπουλος είχε καταφύγει, μαζί με άλλους, από τα τέλη του Δεκεμβρίου 1824, στη Δυτική Στερεά Ελλάδα (Ακαδημία Αθηνών, Ημερολόγιο, σ. 354), και αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη νησίδα Κάλαμος. Ο Νεόφυτος Βάμβας, από την Κεφαλλονιά όπου διαβιούσε (για τον Ν. Βάμβα στα Επτάνησα, βλ. Παν. Μιχαηλάρης, «Νεόφυτος Βάμβας», σ. 97 κ.εξ), καλούσε τον Νικήτα Σταματελόπουλο να δείξει σε όλο τον κόσμο πως είναι «ὁ ἐγκάρδιος φίλος τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας» και να επιστρέψει στα πεδία των μαχών. Χαρακτηριστικά σημειώνει πως μπορεί το γράμμα του να μην τον έβρισκε στον Κάλαμο, αλλά ήδη να «ἐπέρασεν εἰς τὴν Ἑλλάδα» για να πολεμήσει.
|
|
Κείμενο
|
|
Φίλτατε στρατηγέ Νικῆτα,
Δὲν ἐμπορῶ νὰ σοῦ φανερώσω πόσην λύπην ἔλαβα, ὅταν ἔμαθα ὅτι σ’ ἐγέλασαν οἱ πλάνοι, καὶ σ’ ἔσυραν εἰς τὴν αἰσχρὰν καὶ ἄτιμον φυγήν των. Ναί, φίλε, τὸ εἶπα εὐθύς, καὶ τὸ λέγω, ὅτι σ’ ἐγέλασαν. Γνωρίζω τὴν καλὴν καὶ πατριωτικὴν καρδίαν τοῦ Νικήτα, καθὼς γνωρίζω καὶ τὴν ἀνδρίαν του. Διὰ τοῦτο ἀφίνω τὴν σιωπήν, εἰς τὴν ὁποίαν μ’ ἐκρατοῦσεν ἡ μεγάλη λύπη, καὶ σοῦ γράφω, καὶ σὲ παρακαλῶ, ὡς φίλος, καὶ ἀδελφός, νὰ δείξῃς εἰς τὴν πατρίδα καὶ εἰς τὸν κόσμον ὅτι, ἂν καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐγελάσθης, εἶσαι ὅμως πάντα ἐκεῖνος ὁ Νικήτας, ὁ φοβερὸς εἰς τοὺς Τούρκους, ὁ ἐγκάρδιος φίλος τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας. Ἐγὼ ἔφυγα βιασμένος ἀπὸ ἐκείνας τὰς διαβολικὰς φατρίας. Ἔφυγα, ἐπειδὴ ἔβλεπα ὅτι ὁ λόγος μου δὲν εἶχε πλέον καμμία δύναμιν, καὶ προσμένω τὸν ἐπιτήδειον καιρόν, διὰ νὰ ἐπιστρέψω καὶ ν’ ἀρχίσω ἄλλον ἀγῶνα, νὰ διδάσκω καὶ νὰ φωτίζω ὅσον ἐμπορῶ, τὰ τέκνα τῆς πατρίδος. Ἄμποτε νὰ ἤμουν καὶ πολεμικὸς εἰς τὰς περιστάσεις ταύτας! Δὲν ἤθελα σαλεύσειν ποτέ! Πλὴν τὸ πολεμικὸν δὲν μοῦ τὸ ἔδωσεν οὔτε ἡ φύσις, οὔτε ἡ ἀνατροφή. Σὺ ὅμως, γενναῖε Νικήτα, μὴν ὑποφέρῃς νὰ κάθεσαι περισσότερον καιρὸν μακρὰν ἀπὸ τὸν κάμπον τῆς δόξης. Μὴν ἀφήσῃς νὰ μαρανθῶσιν οἱ στέφανοι τοὺς ὁποίους ἀπόκτησες μὲ τὸ αἷμα σου. Ἡ Διοίκησις τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶναι καθὼς τότε. Τώρα οἱ νόμοι ἔχουν δύναμιν, καὶ οἱ διοικηταὶ γνωρίζουν τὰ ἀληθινὰ συμφέροντα τῆς πατρίδος, καὶ τιμοῦν τοὺς γενναίους ὑπερμάχους τῆς ἐλευθερίας. Ἂς ἀκουσθῇ λοιπὸν εἰς τὸν κόσμον, ὅτι ὁ Ἀχιλλεὺς Νικήτας, ἀφήσας τοὺς λαοπλάνους Ὀδυσσέας τῆς Ἰθάκης, ἔτρεξεν εἰς τὴν μάχην τῆς ἐλευθερίας ἐναντίον τῶν ἀνάνδρων Ἀνατολιτῶν καὶ Αἰγυπτίων, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν νὰ μᾶς ὑβρίσωσιν. Ἂς μάθωσιν οἱ βάρβαροι ὅτι οἱ ἀληθινοὶ Ἕλληνες ἐμποροῦν νὰ γελασθῶσιν· ἐμποροῦν καὶ νὰ θυμώσωσιν· εἶναι ὅμως πάντα πιστὰ τέκνα εἰς τὴν μητέρα τῶν ἡρώων καὶ τῆς ἐλευθερίας. Ἴσως ἡ γενναία σου ψυχὴ ἐπέρασεν εἰς τὴν Ἑλλάδα πρὶν φθάσῃ τὸ γράμμα μου· ἀλλ’ ἐὰν σὲ εὕρῃ αὐτοῦ ἀκόμη, πόσην χαρὰν θὰ λάβω, ἂν τὰ λόγια ἑνὸς πιστοῦ φίλου σου συντρέξωσι καὶ εἰς τὴν δόξαν σου καὶ εἰς τὴν ὠφέλειαν τῆς πατρίδος.
Τήν 17 Μαρτίου 1825
ὁ φίλος σου
Ν. Βάμβας
[Ἐπιγραφὴ διεύθυνσης:]
Πρὸς τὸν γενναῖον στρατηγὸν Νικήταν
Εἰς τὸν Κάλαμον
[σφραγίδα:] ISOLA DI CEFALONIA
[Ἐπὶ τοῦ νώτου:]
Ν. Βάμβας
1825
[πλαγίως:]
Νικήτα
|