|
Τίτλος
|
|
Επιστολη Υπουργου Πολεμου Α.Παπαγεωργιου προς Κ.Τζαβελα
|
|
Τόπος σύνταξης
|
|
Νεόκαστρο
|
|
Ημερομηνία σύνταξης
|
|
11/03/1825
|
|
Αριθμός Σελίδων
|
|
1
|
|
Διαστάσεις
|
|
158x210
|
|
Εισαγωγικό Σημειώμα
|
|
Νεόκαστρο, 11 Μαρτίου 1825
Επιστολή του Υπουργού Πολέμου Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά) προς τον Κίτσο Τζαβέλα, με την οποία τον ενημερώνει πως είχε εισέλθει στο φρούριο του Νεοκάστρου. Ειδοποιεί ότι στέλνει τον Μεθωναίο στρατηγό Νικόλαο Γεωργακόπουλο, ο οποίος «ἠξεύρει τὰς διαφόρους θέσεις» (βλ. και σχετικό), προκειμένου να οργανώσουν την αντεπίθεση στις αιγυπτιακές δυνάμεις, που από τις 9 Μαρτίου πολιορκούσαν το Νεόκαστρο (βλ. Σπ. Τρικούπης, Ιστορία, τ. 3, σ. 148). Επιπλέον, ο Αναγνωσταράς αναφέρεται στη σύναξη γεννήματος και αλευριού για τις ανάγκες της τροφοδοσίας των στρατιωτών.
|
|
Παραπομπές
|
|
ΑΝΕΚΔΟΤΟ
Αδημοσίευτο
|
|
Συντάκτης
|
|
Παπαγεωργίου Ἀναγνώστης
|
|
Αποδέκτης
|
|
Τζαβέλας Κίτσος
|
|
Κείμενο
|
|
Πρὸς τὸν Γενναιότατον Στρατηγὸν Κύριον Κίτζον Τζαβέλαν
Σᾶς ἔγινε γνωστὸν ὅτι τὸ φρούριον πολιορκεῖται [ἀπό] τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἔκαμα τρόπον χθὲς καὶ ἐμβῆκα μέσα. Διὰ τοῦτο στέλλω ἔξω τὸν Στρατηγὸν Ν. Γεωργακόπουλλον ὁ ὁποῖος ἠξεύρει τὰς διαφόρους θέσεις καὶ θέλετε συνεργήσει μετὰ καὶ τῶν λοιπῶν στρατηγῶν καὶ ὁπλαρχηγῶν νὰ κάμητε σχέδιον, νὰ τοὺς δόσωμεν ἕνα βρόντον νὰ τοὺς ἀφανίσωμεν.
Ἐλπίζω εἰς τὴν γενναιότητά σας, καὶ εἰς τὴν μεγαλοψυχίαν νὰ φανῆτε ἄξιος καὶ τοῦ πατρικοῦ σας ὀνόματος, καὶ τῆς ὑπολήψεως τὴν ὁποίαν συνέλαβεν ἡ Πατρίς περὶ τοῦ ὑποκειμένου σου. Ἔῤῥωσε γενναιοφρονὼν ἀνδριζόμενος κατ’ ἐχθρῶν ἀδελφὲ γενναιότατε. Ἐν βίᾳ.
Τῇ 11 Μαρτίου
1825 Νεόκαστρον
ὁ ἀδελφός σας
καὶ ὑπουργὸς τοῦ πολέμου
ἀ. παπαγεωργίου
[προσθήκη ἀπὸ τὸ ἴδιο χέρι:]
διὰ τὸ γέννημα ὁποῦ σοῦ ἔγραφαν, ἀδελφέ, στεῖλε ζῶα διὰ νὰ τὸ ἀλέσουν. Ἀκόμα γράφω εἰς Χώρας, Γαργαλιάνους καὶ Φιλιατρὰ διὰ νὰ κάμουν τρεῖς χιλ. ὀκ(άδες) ἀλεῦρι νὰ γένῃ ψωμὶ καὶ στείλετε τέσσερους πέντε ἀνθρώπους εἰς τὸ κάθε χωρίον διὰ νὰ τὰ συνάξουν ἐκτελεστικὴν δύναμιν. Ἔτζι παρακαλῶ νὰ ζῇ ὁ ἀδελφὸς διὰ νὰ οίκονομήσωμεν τοὺς στρατιῶτας ὁποῦ προσμένωμεν, καὶ διὰ τὸ χατῆρι τῆς Πατρίδος ἀς παιδευθοῦμεν καὶ ὀλίγον.
|